ἱππόκρημνος

Revision as of 17:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, tremendously steep, ἱππόκρημνον ῥῆμα a neck-breaking word, haughty word, complex word, abstruse word, obscure word, difficult to understand word, Ar.Ra. 929.

German (Pape)

[Seite 1260] roßsteil, ῥῆμα, ein hochtrabendes, halsbrechendes Wort, Ar. Ran. 929. Vgl. ἱπποβάμων.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
haut perché sur un cheval ; fig. emphatique.
Étymologie: ἵππος, κρημνός.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόκρημνος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν κρημνώδης, δύσβατος, ἐπὶ λέξεων τὰς ὁποίας πρέπει νὰ σπάσῃ τις τὸ κεφάλι του ὅπως τὰς ἐννοήσῃ, γρυπαέτους χαλκηλάτους καὶ ῥήμαθ’ ἱππόκρημνα, ἃ ξυμβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον Ἀριστοφ. Βάτρ. 929˙ ἴδε ἵππος VI.

Greek Monolingual

ἱππόκρημνος, -ον (Α)
1. υπερβολικά απόκρημνος, πολύ δύσβατος
2. φρ. «ἱππόκρημνα ῥήματα» — δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα λόγια (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κρημνός. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά απόκρημνος»), πρβλ. ιππο-λάπαθον, ιππό-πορνος)].

Greek Monotonic

ἱππόκρημνος: -ον, υπερβολικά απόκρημνος, απότομος, τρομερά δύσβατος· ἱππόκρημνον ῥῆμα, λέξη δυσνόητη, δυσερμήνευτη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππόκρημνος: досл. страшно крутой, перен. выспренный, высокопарный (ῥῆμα Arph.).

Middle Liddell

ἱππό-κρημνος, ον
tremendously steep, ἱππόκρημνον ῥῆμα a neck-breaking word, Ar.