γονίας

Revision as of 11:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

English (LSJ)

χειμών, in A.Ch.1067 (anap.), acc. to Hsch. εὐχερής, a fair wind; but, acc. to the Sch., ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ viento fatal, quizá cargado de desastres pred. χειμὼν πνεύσας γ. ἐτελέσθη A.Ch.1067, cf. γ.· ἄνεμος ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα Sch.ad loc., γ.· εὐχερής Hsch.

German (Pape)

[Seite 501] Aesch. Ch. 1063, l. d., nach Schol. ἄνεμος, ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα, vielleicht von γόνιος, = γόνιμος.

French (Bailly abrégé)

- χειμών (ὁ) :
tempête violente, ou, selon d'autres, qui naît soudainement.
Étymologie: γόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γονίας γόνος adj., betekenis onzeker, alleen in:. χειμὼν... γονίας een plotseling opkomende storm Aeschl. Ch. 1067.

Russian (Dvoretsky)

γονίας: adj. m (только nom. sing.) предполож. роковой или сильный (χειμών Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

γονίας: χειμών, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 1067, ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. εὐχερής, οὔριος ἄνεμος· ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολ., ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα.

Greek Monotonic

γονίας: χειμών, πιθ. βίαιη καταιγίδα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell


γονίας χειμών, perhaps a violent storm, Aesch.