γόνιος
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
German (Pape)
[Seite 501] = γόνιμος. S. γονίας.
Greek Monolingual
και γονέας και γονής, ο (AM γονεύς)
1. ο πατέρας
2. συνήθως στον πληθ.) οι γονείς και γονιοί και γονέοι και γονικά
α) πατέρας και μητέρα μαζί
β) πρόγονοι
νεοελλ.
φρ. «πείνα και τών γονέων» — πολύ μεγάλη πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < gon-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας gen- «γεννώ». Ο τ. γονιός < γονέος, πληθ. οι γονέοι (πρβλ. ωραίοι -ωραίος) < τών γονέων, γεν. πληθ. του γονεύς
κατ' άλλους ο τ. γονιός σχηματίστηκε αναλογικά προς το υιός, από τη γενική πληθυντικού υιών που συνέπιπτε με γεν. πληθ. γονιών. Ο τ. γονέας < γονεύς με μεταπλασμό (πρβλ. βασιλεύς-βασιλέας, γραφεύς-γραφέας). Ο τ. γονής < γονείς, πληθ. του γονεύς (πρβλ. ο ιερής-οι ιερείς, ο ιερεύς), αναλογικά προς τα αρσενικά σε -ής με τα οποία συνέπεσε ακουστικά (πρβλ. ποιητής, νικητής, ληστής)
κατ' άλλους, ο τ. γονής σχηματίστηκε κατά το συγγενής από τον πληθυντικό συγγενήδες- γονήδες και συγγενοί -γονιοί].