πλαγιασμός

Revision as of 15:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ὁ, A obliquity, of the sun's course, Epicur.Nat.11.5. 2 in Obstetrics, oblique presentation of the foetus, Sor.2.60. 3 metaph., deceit, Sch.Ar.Ra.987 (pl.). II Gramm., use of oblique cases, opp. ὀρθότης, Hermog. Id.1.3; inflection, Sch.rec.S.El.365.

German (Pape)

[Seite 623] ὁ, das in die Quere Stellen, das Schiefmachen, Schol. Ar. Ran. 987 und sonst oft bei Scholl.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰγιασμός: ὁ грам. употребление косвенных падежей.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιασμός: ὁ, ἐπὶ τῆς τροχιᾶς τοῦ ἡλίου, Ἐπίκουρ. 18 Orelli· μεταφορ., ἀπάτη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 987, κτλ. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ. ἡ χρῆσις τῶν πλαγίων πτώσεων.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ πλαγιάζω
(για την τροχιά του Ηλίου) πλάγια διεύθυνση, λοξότητα, πλαγιότητα
αρχ.
1. (στη μαιευτική) η πλάγια εμφάνιση του εμβρύου
2. γραμμ. α) η χρήση τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων
β) κλίση ονομάτων ή ρημάτων
3. μτφ. απάτη, δόλος.