ἀνάζευξις

Revision as of 17:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, breaking up one's quarters, marching forth, Plu.Ages.22; return home, Id.Cor.31.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de levantar el campo de un ejército IPE 12.32.A.92 (Olbia III/II a.C.), Plu.Ages.22
fig. Plu.2.502f.
2 vuelta a la patria καὶ προδοσίαν ἐκάλουν τὴν ἀνάζευξιν Plu.Cor.31.

German (Pape)

[Seite 187] ἡ, der Aufbruch des Heeres, auch Heimkehr, Plut. Cor. 31.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 levée d'un camp, marche en avant;
2 retour d'une armée dans ses foyers.
Étymologie: ἀναζεύγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάζευξις: εως ἡ
1) выступление в поход Plut.;
2) возвращение Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάζευξις: -εως, ἡ, ἐκκίνησις τοῦ στρατοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατάλυσις, πρὸ τῆς ἡμέρας ποιούμενος τὰς ἀναζεύξεις καὶ πάλιν σκοταίους τὰς καταλύσεις Πλουτ. Ἀγησ. 22, ἡ οἴκαδε ἐπάνοδος, Πλουτ. Κορ. 31.

Greek Monolingual

ἀνάζευξις (-εως), η (Α) άναζεύγνυμι
1. η αναχώρηση του στρατεύματος
2. η επιστροφή στην πατρίδα.

Greek Monotonic

ἀνάζευξις: -εως, ἡ, βηματισμός του στρατού, επιστροφή στην πατρίδα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from ἀναζεύγνυμι
a marching off, return home, Plut.