ἑστιοῦχος

Revision as of 20:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, guarding the house, Δήμητερ ἑστιοῦχ' Ἐλευσῖνος χθονός guardian of…, E. Supp. 1, cf. Ar. Av. 866, Pl. Lg. 878a.
having an altar or hearth, γαῖα, πόλις, αὐλά, A. Pers. 511, S. Ant. 1083, E. Andr. 283 (lyr.).
on the hearth or altar, ἑ. ψόλος A. Fr. 281.2 (prob.); πῦρ Plu. 2.158c.
entertainer, feaster, host, Ar. Fr. 776, Ph. 1.389.

German (Pape)

[Seite 1045] 1) einen Heerd habend, γαῖα, heimathliches Land, Aesch. Pers. 503; αὐλή, die Wohnung enthaltend, Eur. Andr. 283; πόλιν Soph. Ant. 1070, nach Schol. τὴν ἑστίαν καὶ βωμοὺς ἔχουσαν, die heilige Stadt. – 2) den Heerd, das Haus schirmend, bes. von den Schutzgöttern des Hauses u. Landes; so heißt Demeter ἑστιοῦχ' Ἀλευσῖνος χθονός Eur. Suppl. 1; Plat. Legg. IX, 878 a; vgl. Ar. Av. 866; θεοί Poll. 1, 24. – Nach Poll. 6, 11 brauchte es Ar. = ἑστιάτωρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui possède un foyer ou un autel domestique ; saint, consacré;
2 qui préside au foyer, protecteur de la maison : πῦρ ἑστιοῦχον PLUT feu protecteur du foyer, symbole de la perpétuité du foyer et de la fortune de la maison.
Étymologie: ἑστία, ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ἑστιοῦχος:
1) охраняющий домашний очаг, хранитель(ница) (Δημήτηρ ἑ. Ἐλευοῖνος χθονός Eur.; ἑ. καὶ θεραπευτὴς ὁσίων τε καὶ ἱερῶν Plat.);
2) имеющий свой алтарь, обладающий святилищем, священный (γαῖα Aesch.; πόλις Soph.);
3) имеющий очаг (αὐλή Eur.);
4) горящий на очаге или алтаре (πῦρ Plut.);
5) дающий пир, т. е. хозяин дома Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστιοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ φυλάττων, προστατεύων τήν ἑστίαν, δηλ. τόν οἶκον ἤ τόπον τινά, Δήμητερ ἑστιοῦχ’ Ἐλευσῖνος χθονός, φύλαξ τῆ..., Εὐρ. Ἱκ. 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 866, Πλάτ. Νόμ. 878Α. 2) ἔχων βωμόν ἤ ἑστίαν, γαῖα, πόλις, αὐλή Αἰσχύλ. Πέρσ. 511, Σοφ. Ἀντ. 1083, Εὐρ. Ἀνδρ. 283. 3) ὁ επί τῆς ἑστίας ἤ τοῦ βωμοῦ, ἑστ. ψόλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280 (κατά Musgr. ἀντί μόνον)· πῦρ Πλούτ. 2. 158C. ΙΙ. ὁ ξενίζων, φιλεύων, ὁ εὐωχίαν παρέχων, Ἀριστοφ. Παρά Πολυδ. Ϛ΄, 11.

Greek Monolingual

ἑστιοῦχος, -ον (Α)
1. αυτός που φυλάσσει, προστατεύει την εστία (τον οίκο ή κάποιον τόπο), ο πολιούχος («Δήμητερ ἑστιοῦχ' Ἐλευσῑνος χθονός», Ευρ.)
2. αυτός που έχει βωμό ή εστία
3. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία ή στον βωμό
4. αυτός που φιλοξενεί, φιλεύει, παρέχει ευωχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + -ούχος (< έχω) πρβλ. πολι-ούχος].

Greek Monotonic

ἑστιοῦχος: -ον (ἔχω),
1. φύλακας σπιτιού, φρουρός, προστάτης, σε Ευρ.
2. αυτός που έχει βωμό ή εστία, σε Τραγ.

Middle Liddell

ἑστι-οῦχος, ον [ἔχω]
1. guarding the house, a guardian, Eur.
2. having an altar or hearth, Trag.

English (Woodhouse)

tutelary, guarding the altar, guarding the home, guarding the household, protecting a country, protecting the land, tutelary guardian