ὑπερβασία

Revision as of 21:57, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Ion. ὑπερβασίη, ἡ, A passover, given as equiv. to Πάσχα, J.AJ 2.14.6: but commonly, II metaph., transgression, trespass, ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il.3.107; τίσασθαι μνηστῆρας ὑ. ἀλεγεινῆς Od.3.206; τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑ. κατάσχοι; S.Ant. 605 (lyr.): pl., Il.23.589, Od.22.168, Hes.Op.828.

German (Pape)

[Seite 1192] ἡ, poet. = ὑπέρβασις, bes. Überschreitung, Übertretung eines Gesetzes, Vergehen, Frevel, Übermuth, wie ὕβρις; μή τις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il. 3, 107; ὀλέκονται ὑπερβασίης ἕνεκα σφῆς 16, 18; τίσασθαι μνηστῆρας ὑπερβασίης ἀλεγεινῆς Od. 3, 206; auch plur., Il. 23, 589 Od. 22, 168; Hes. O. 830; Soph. Ant. 601.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
transgression (d’une loi divine ou humaine) ; méfait, conduite criminelle ou arrogante.
Étymologie: ὑπερβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβᾰσία: ион. ὑπερβασίη ἡ нарушение закона, т. е. преступление, злодеяние Hom., Hes., Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν, παρέρχεσθαι, τίθεται ὡς ἰσοδύναμον τῷ Πάσχα, «τὴν ἑορτὴν Πάσχα καλοῦντες· σημαίνει δὲ ὑπερβασία, διότι κατ’ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ θεὸς αὐτῶν ὑπερβὰς Αἰγυπτίοις ἐνέσκηψε τὴν νόσον». ΙΙ. μεταφ., παράβασις νόμου, ἁμάρτημα, ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσασθαι Ἰλ. Γ. 107· τίσασθαι μνηστῆρας ὑπ. ἀλεγεινῆς Ὀδ. Γ. 206· τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑπ. κατάσχοι; Σοφ. Ἀντ. 605· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Ψ. 589, Ὀδ. Χ. 168, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 826· - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβασίας, ὅρκων παραβάσεις, ἐπικορκίας», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ὑπερβασίης· ἀδικίας. ὑπερηφανίας»· πρβλ. ὑπέρβασις.

Greek Monolingual

η / ὑπερβασία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερβασίη Α ὑπερβατός
η καθ' ὑπέρβασιν πράξη, παράβαση νόμου, κανόνα, αρχής, όρκου ή ορίου
μσν.-αρχ.
(στους Εβραίους) η γιορτή του Πάσχα («σημαίνει δὲ ὑπερβασία διότι κατ' ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ Θεός αὐτῶν ὑπερβὰς Αἰγυπτίοις ἐνέσκηψε τὴν νόσον», Ιώσ.).

Greek Monotonic

ὑπερβᾰσία: Ιων. -ίη, ἡ (ὑπερβαίνω), παράβαση του νόμου, αδίκημα, παράπτωμα, αμάρτημα, σε Όμηρ., Σοφ.· επίσης σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὑπερβᾰσία, ἡ, ὑπερβαίνω
a transgression of law, trespass, Hom., Soph.: also in plural, Il.