ἑωσφόρος
German (Pape)
[Seite 1135] dor. ἀωσφόρος, Pind. I. 3, 42, den Morgen bringend, ὁ ἑωσφόρος, der Morgenstern, luciter, Il. 23, 226; Hes. Th. 381; Plat. Tim. 38 d u. A. [bei Hom. per synizesin dreisylbig].
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
l'étoile du matin ou Vénus, lat. Lucifer litt. qui amène l'aurore.
Étymologie: ἕως¹, φέρω.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἑωσφόρος και δωρ. τ. ἀωσφόρος)
1. αυτός που φέρνει, που προαναγγέλλει την αυγή
2. ως κύρ. όν. ο Εωσφόρος
α) ο πλανήτης Αφροδίτη, όταν ανατέλλει, το άστρο της αυγής, ο Αυγερινός, σε αντιδιαστολή προς τον Έσπερο ή Αποσπερίτη, που είναι ο ίδιος πλανήτης κατά τη δύση του
β) ο αρχηγός τών αγγέλων που εξέπεσαν, τών δαιμόνων, ο σατανάς, ο Βεελζεβούλ
νεοελλ.
συνεκδ. ο υπερβολικά υπερήφανος, ο αλαζόνας
μσν.
αυτός που έχει σατανική πονηρία
αρχ.
(για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή) ο πρόδρομος, ο προάγγελος του Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (II) «αυγή» + -φορος (< φέρω). Εωσφόρος στη χριστιανική θρησκεία είναι το όνομα του διαβόλου, όχι βέβαια γιατί φέρει την αυγή, αλλά γιατί δηλώνει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο «εκπεπτωκώς άγγελος» προ της πτώσεώς του].
Russian (Dvoretsky)
ἑωσφόρος: ὁ (sc. ἀστήρ; лат. Lucifer) (у Hom. трехсложно) утренняя звезда, т. е. планета Венера Hes., Plat., Plut.: ἦμος δ᾽ ἑ. εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν Hom. (в час же), когда утренняя звезда встает, чтобы возвестить земле рассвет.
Mantoulidis Etymological
(=τό ἄστρο τῆς αὐγῆς, Αὐγερινός). Ἀπό τό Ἕως (=αὐγή) + φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ζ {{ |=Ζῆτα }}