κινῶ
Mantoulidis Etymological
Ἀπό ρίζα κι- τοῦ κίω (=προχωρῶ). Θέμα κι + πρόσφυμα νε + ω → κινέω -κινῶ.
Παράγωγα: κίνημα, μετακίνημα, κίνησις, μετακίνησις, κινητέος, κινητέον, μετακινητέον, κινητήρ, κινητήριος, κινητής, κινητικός, κινητός, ἀκίνητος, δυσκίνητος, εὐκίνητος, ἀεικίνητος, μετακινητός, κίνητρον.