πρόσταγμα
English (LSJ)
ατος, Dor. ποτίταγμα SIG569.28 (Cos, iii B.C.): τό: (προστάσσω):—A ordinance, command, Pl.R.423c, al., Isoc.4.176, etc.; ἐκ προστάγματος D.17. 16; κατὰ πρόσταγμα D.S.14.41, cf. OGI225.37 (Didyma, iii B.C.), PEnteux.6.11, al. (iii B.C.), PTeb.5.206 (ii B.C., pl.), UPZ112 i 7 (ii B.C., pl.), etc.; κατὰ τὸ π. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν by his prescription, Arist.EN1119b13, cf. PCair.Zen.426.7 (iii B.C.), Ael.VH9.23; = Lat. edictum, OGI665.3 (Egypt, i A.D.), etc. 2 order to pay or deliver, PCair.Zen.8.3, 375.8 (iii B.C.). II military command, as division of the army, ὑπηρέτης προστάγματος PRein.15.30 (ii B.C.), unless an error for τάγματος.
German (Pape)
[Seite 780] τό, Anordnung, Befehl; τοῦτο ἄλλο πρόσταγμα τοῖς φύλαξι προστάξομεν, Plat. Rep. IV, 423 c, u. öfter, Isocr. 4, 176; Dem. u. Folgde, wie Pol. 1, 31, 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ordre, commandement.
Étymologie: προστάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσταγμα -ατος, τό [προστάσσω] bevel, opdracht:. κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν leven volgens het voorschrift van de pedagoog Aristot. EN 1119b14; ἐκ προστάγματος op bevel Luc. 42.18.
Russian (Dvoretsky)
πρόσταγμα: ατος τό (по)веление, приказание, предписание Isocr., Plat., Dem., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσταγμα: τό, (προστάσσω) ὡς καὶ νῦν, προσταγή, Πλάτ. Πολ. 423C κ. ἀλλ., Ἰσοκρ. 77D, κτλ.· ἐκ προστάγματος Δημ. 216. 11· κατὰ πρόσταγμα Διόδ. 14. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2301, 2305· κατὰ τὸ πρ. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν, κατὰ τὰς ὁδηγίας καὶ διατάξεις αὐτοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 12, 8, πρβλ. Αἰλ. Ποιητ. Ἱστ. 9. 23.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α προστάσσω
το αποτέλεσμα του προστάζω, προσταγή («οὐκοῦν καὶ τοῦτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῖς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «έχω το πρόσταγμα»
α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή
β) μτφ. έχω την αρχηγία, κάνω κουμάντο
αρχ.
1. διάταξη, οδηγία («κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν», Αριστοτ.)
2. εντολή πληρωμής ή απαλλαγής, ένταλμα
3. αυτοκρατορικό έδικτο, διάταγμα
4. πιθ. (ως διαίρεση του στρατού) στρατιωτική διοίκηση
5. (φιλοσ.) αρχή, ηθικός κανόνας
6. φρ. α) «ἐκ προστάγματος» και «κατὰ πρόσταγμα» — κατόπιν διαταγής, ύστερα από προσταγή.
Greek Monotonic
πρόσταγμα: -ατος, τό (προστάσσω), προσταγή, διαταγή, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐκ προστάγματος, σε Δημ.
Middle Liddell
πρόσταγμα, ατος, τό, προστάσσω
an ordinance, command, Plat., etc.; ἐκ προστάγματος Dem.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό προστάττω → πρός + τάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.