плодовитый
Russian > Greek
εὔτεκνος, ζῳοτόκος, πολύτεκνος, εὐώδιν, πολύγονος, φόριμος, μητρίδιος, καρποφόρος, εὔκαρπος, ἀρώσιμος, γόνιμος, γεννητικός, ἔκφορος, κουροτόκος, εὔφορος, πολυτόκος, πολυσπερής
εὔτεκνος, ζῳοτόκος, πολύτεκνος, εὐώδιν, πολύγονος, φόριμος, μητρίδιος, καρποφόρος, εὔκαρπος, ἀρώσιμος, γόνιμος, γεννητικός, ἔκφορος, κουροτόκος, εὔφορος, πολυτόκος, πολυσπερής