πολυτόκος
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
πολυτόκον,
A bearing more than one child, Hp.Nat.Puer.30.
2 bringing forth many children or young ones, prolific, Arist.PA688a34, GA749b31 (Comp.), Porph.Abst.4.14.
German (Pape)
[Seite 675] viele Kinder oder Junge gebärend; Hippocr.; Arist. H. A. 7, 4 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
πολυτόκος: часто рождающий, плодовитый (ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτόκος: -ον, ὁ πολλὰ τίκτων, πολλὰ γεννῶν, γονιμότης, Ἱππ. 247 ἐν τέλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 36, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 9, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυτόκος, -ον, ΝΑ, πολύτοκος, -η, -ο, Ν
(κυρίως για γυναίκα) αυτός που γεννά πολλά παιδιά είτε σε έναν τοκετό είτε επανειλημμένως
νεοελλ.
μτφ. γόνιμος, καρπερός, εύφορος
αρχ.
(για πτηνά) αυτός που γεννά πολλά αβγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. νεό-τοκος/ νεο-τόκος.