κουροτόκος
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
κουροτόκον, bearing boy-children, E.Supp.957 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui met au monde des garçons, ou des enfants en gén.
Étymologie: κοῦρος, τίκτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουροτόκος -ον [κοῦρος, τίκτω] die jongens baart.
German (Pape)
Knaben, Kinder gebärend, Eur. Suppl. 981.
Russian (Dvoretsky)
κουροτόκος: рождающий детей, плодовитый: κουροτόκοι Ἀργεῖαι Eur. аргосские матери.
Greek (Liddell-Scott)
κουροτόκος: -ον, ἡ τίκτουσα ἄρρενα τέκνα, Εὐρ. Ἱκέτ. 957.
Greek Monolingual
κουροτόκος, -ον (Α)
αυτός που γεννά αρσενικά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενοτόκος, θηλυτόκος.
Greek Monotonic
κουροτόκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννά αγόρια, σε Ευρ.