νεμεσσάω
French (Bailly abrégé)
poét. c. νεμεσάω.
Greek (Liddell-Scott)
νεμεσσάω: νεμεσσητός, νέμεσσις, Ἐπικ. ἀντὶ νεμεσ- (δι’ ἑνὸς σ).
English (Autenrieth)
(νέμεσις), fut. νεμεσήσω, aor. νεμέσησα, mid. fut. νεμεσήσομαι, pass. aor. 3 pl. νεμέσσηθεν: be indignant or justly angry with one (at anything), τινί (τι), take it ill, Od. 6.286, Il. 23.494; also w. part., or οὕνεκα, φ 1, Od. 23.213; mid., like active, also shrink from, be ashamed, w. inf., Od. 4.158. ;;: see νεμεσάω, νεμεσητός.
Greek Monotonic
νεμεσσάω: νεμεσσητός, νέμεσσις, Επικ. αντί νεμεσ- (με ένα σ).
German (Pape)
ep. für νεμεσάω.