ἔκληψις
English (LSJ)
εως, ἡ, A taking out, collecting, Dsc.1.68.4; removing, Id.3.90. 2 farming of taxes, BGU897.1, Just.Nov.123.6; of any trade enterprise, PTeb.38.11 (ii B.C.). 3 isolation, dissecting out, of an aneurism, Antyll. ap. Orib.45.24.3; of a varicose vein, ib.4.36.7. 4 taking of extract from a document, Mitteis Chr.185 (ii A.D.), Cod.Just. 10.11.8.4a, etc.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: pap. frec. ἐγλημψ-, ἔλλ- Orib.50.46.4
I 1extracción, recogida c. gen. λίγνυος Dsc.1.68.4, πρὸς ἔκληψιν τῶν ἐν αὐτῷ (γάλακτι) τριχῶν Dsc.3.90.
2 medic. hecho de aislar, aislamiento, disección de vasos sanguíneos con alguna patología τῶν κ[ατ] ὰ τὴν ἐπιφ[άν] ειαν ἀγγείων Ophth.Fr.Pap.4.118, cf. Antyll. en Orib.45.24.3.
II econ. y admin.
1 recaudación, exacción por arrendamiento del cobro de tasas y licencias, contrata, concesión τῶν ... ἀμπελώνων PPetr.3.57(a).10 (III a.C.), de las salazones PEleph.8.23 (III a.C.), τῆς νιτρικῆς UPZ 114.1.5 (II a.C.), del aceite PTeb.38.11, 1094.2 (ambos II a.C.), προσαχθή[σεσ] θαι τὰ εἰ[ς] πλήρωσιν τῆς περυσινῆς [ἐγ] λήψεως sobre pesca UPZ 225.18 (II a.C.), εἰς τὴν ἐγλήμψιν πράσσειν PRyl.66.6 (II a.C.), cf. PUps.Frid.1.12 (I d.C.), BGU 897.1 (II d.C.), PMich.644.1 (IV d.C.), δημοσίων φόρων ἔ. Iust.Nou.123.6, cf. Cod.Iust.10.11.8.4a, de bienes eclesiásticos Cod.Iust.1.2.24.2
•contrata privada BGU 1122.21, 31, 34 (I a.C.).
2 extracto, copia de parte de un documento más largo, esp. tomado de archivos públicos como evidencia documental ἔ. ἐκ τῆς ἐν τῷ πρυτανείῳ χωρικ(ῆς) βιβλ(ιοθήκης) Mitteis Chr.185 (II d.C.), ἐκ τῆς τῶν ἐνκ(τήσεων) βιβ[λιοθ] ήκ(ης) POxy.2848.1 (III d.C.), ἐκ δημοσίας βιβλ(ιοθήκης) POxy.2939.1 (III d.C.), ἔ. ὑπομνήματος διαφέροντός μου POxy.3138.3 (III d.C.), de la lista de resoluciones judiciales emanadas del conuentus del prefecto PYale 61.16 (III d.C.).
III rel. c. ciertas artes o conocimientos
1 captación del sentido, interpretación πνευματική Cyr.Al.M.69.1133A, cf. Gloss.2.291
•expresión, indicación τοῦ μέλλοντος ἐκλήψει la expresión del tiempo futuro ref. a «ἐλεηθήσονται» en una de las bienaventuranzas, Gr.Nyss.Beat.128.22.
2 mús. regresión, paso del tono agudo al bajo en una secuencia de dos notas, op. πρόληψις Anon.Bellerm.2.
German (Pape)
[Seite 767] ἡ, das Aufnehmen, -fangen, Diosc. – Bei den Musikern Gegensatz von πρόληψις, Anonym. de mus. 3, wo Bellermann zu vgl.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκληψις: -εως, ἡ, τὸ λαμβάνειν ἔκ τινος, συλλέγειν, πρὸς ἔκληψιν τῆς λιγνύος, «διὰ τὸ μάζεμα τῆς καπνιᾶς» (τοῦ λιβάνου), Διοσκ. 1. 81. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, «ἡ ἀπὸ τοῦ ὀξυτέρου φθόγγου ἐπὶ τὸν βαρύτερον κατὰ μουσικὸν μέλος ἄνεσις» Βρυενν. Ἁρμον. σ. 579. 3) εἴσπραξις, ἔκληψις δημοσίων φόρων (Ἰουστινιαν. Νεαρ. 123, 6. 4) τὸ ἐκλαμβάνειν τι οὕτως ἢ ἄλλως, ἔννοια, σημασία, Ἰσίδ. Πηλουσιώτ. 388Α. ΙΙ. μόνωσις, Ὀριβάσ. (ἔκδ. Daremberg) 4. σ. 53.
Greek Monolingual
ἔκληψις, η (AM)
μίσθωση, εργολαβία
2. ενοικίαση
3. είσπραξη δημόσιων φόρων
αρχ.
1. συλλογή, μάζεμα
2. το να εκλαμβάνει κανείς κάτι κατά ορισμένον τρόπο, έννοια, σημασία
3. μόνωση
4. μουσ. η άνεση από οξύτερο φθόγγο σε βαρύτερο.