ἁβρύνω

Revision as of 18:00, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

(ἁβρός) make delicate, treat delicately, μὴ γυναικὸς ἐν τρόποις ἐμὲ ἅβρυνε A Ag. 919: deck out, εἰς γάμον ἁβρῦναί τινα AP6.281 (Leon.):—Med. or Pass., live delicately; hence, wax wanton, give oneself airs, ἁβρύνεται γὰρ πᾶς τις εὖ πράσσων πλέον A.Ag.1205, cf. S.OC1339; ἐκαλλυνόμην τε καὶ ἡβρυνόμην ἄν Pl.Ap.20c: c. dat. rei, pride, plume oneself on a thing, οὐχ ἁβρύνομαι τῷδ' E.IA858; ἡβρύνετο τῷ βραδέως διαπράττειν X.Ages.9.2; οἷς ὁ τῶν γυναικῶν ἁβρύνεται βίος Clearch.9.

Spanish (DGE)

I 1mimar, tratar muellemente μὴ γυναικὸς ἐν τρόποις ἐμὲ ἅβρυνε A.A.919.
2 c. ac. int. volverse elegante o remilgado τὴν ἐσθῆτα ἥβρυνε καὶ τὸν αὐχμὸν ἀπετρίψατο Philostr.VS 567.
3 fig. amenizar en v. pas. ἡ ... τῆς ὁδοιπορίας καταγωγὴ φοίνιξι καὶ πηγαῖς ἁβρυνομένη Gr.Nyss.V.Mos.75.10.
II v. med.
1 ser delicado, ser remilgado ἁβρύνεται γὰρ πᾶς τις εὖ πράσσων πλέον se hace uno delicado en los tiempos de ventura A.A.1205
c. dat. δοῦλος, οὐχ ἁβρύνομαι τωδ' soy un esclavo, no hago remilgos por ello E.IA 858.
2 ataviarse, engalanarse c. dat. παρυφίδα ... οἷς νῦν ὁ τῶν γυναικῶν ἁβρύνεται βίος Clearch.48.
3 presumir, complacerse ὁ δ' ... κοινῇ καθ' ἡμῶν ἐγγελῶν ἁβρύνεται S.OC 1339, αὐτὸς ἐκαλλυνόμην τε καὶ ἡβρυνόμην ἂν εἰ ἠπιστάμην ταῦτα Pl.Ap.20c, cf. Ael.NA 5.5, c. dat. ἡβρύνετο τῷ βραδέως διαπράττειν X.Ages.9.2
complacerse τοῖς ὡραίοις Clearch.25.

German (Pape)

[Seite 5] (ἁβρός), putzen, κούρην εἰς γάμον Leon. Tar. 7 (VI, 281); Aesch. μὴ γυναικὸς ἐν τρόποις ἐμὲ ἅβρυνε Ag. 892, wo Agamemnon den asiatischen Prunk bei seinem Empfange ablehnt. – Häufiger med sich putzen (VLL. κοσμεῖσθαι, θρύπτεσθαι, καυχᾶσθαι), bes. übertr., prunken, prahlen mit etwas; ohne cas., Aesch. Ag. 1178; Soph. O. C. 1341; ἡβρυνόμην Plat. Ap. 20 c (neben καλλύνομαι), τινί, womit, Eur. I. A. 867; Xen. Ages. 9, 2; ὑφ' ἡδονῆς Ael. H. A. 5, 8.

French (Bailly abrégé)

ao. ἥβρυνα;
parer avec recherche;
Moy. ἁβρύνομαι (impf. ἡβρυνόμην) se parer ; se pavaner, prendre de grands airs, faire le difficile, le renchéri ; ἁ. τινί s'enorgueillir de qch.
Étymologie: ἁβρός.

Greek Monotonic

ἁβρύνω: (ἁβρός), καθιστώ κάτι κομψό, μεταχειρίζομαι κάτι με λεπτότητα, σε Αισχύλ.· εξαπατώ ή παραπλανώ με λεπτότητα τρόπων· εἰς γάμον ἁβρῦναί τινα, σε Ανθ. — Μέσ. ή Παθ., ζω με κομψότητα, αβρότητα· έπειτα, υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, σε Αισχύλ.· με δοτ. πράγμ., καυχιέμαι υπερβολικά ή καμαρώνω για κάτι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἁβρύνω: (ῡ)1 пышно встречать, принимать (τινὰ γυναικὸς ἐν τρόποις Aesch.);
2 пышно убирать, наряжать (κούρην εἰς γάμον Anth.);
3 med.-pass. досл. жить в роскоши, роскошествовать, перен. важничать, зазнаваться, чваниться Aesch., Soph.: ἁ. τινι Eur., Xen., Plat. кичиться чем-л.

Middle Liddell

ἁβρός
to make delicate, treat delicately, Aesch.: to deck or trick out, εἰς γάμον ἁβρῦναί τινα Anth.; Mid. or Pass. to live delicately; then to wax wanton, give oneself airs, Aesch.; c. gen. rei, to pride or plume oneself on a thing, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=κάνω κάποιον μαλακό, μεταχειρίζομαι κάποιον μέ λεπτότητα, ἐξαπατῶ κάποιον μέ λεπτούς τρόπους, καλλωπίζω). Τό μέσο ἁβρύνομαι (=ζῶ μέ ἁβρότητα, περηφανεύομαι). Τό ρῆμα παράγεται ἀπό τό ἐπίθ. ἁβρός μέ κατάληξη -ύνω, σάν τά ρήμ. πού σχηματίζονται ἀπό ἐπίθ. σέ -ύς (π.χ. ὀξύς -ὀξύνω) καί με τό πρόσφυμα j > ἁβρυνjω, τό j γίνεται μέ ἀφομοίωση ν ἁβρῠννω μέ ἀποβολή τοῦ ἑνός ν καί ἀντέκταση ἁβρῡνω. Παράγωγα τοῦ ἁβρύνω εἶναι τό ἁβρυντής -οῦ (=θηλυπρεπής) καί ἁβρυντικός.