συνέλκω

Revision as of 20:15, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")

English (LSJ)

aor. -είλκῠσα, A draw together, σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα νῦν καλουμένην Pl.Smp.190e; σ. τὰς ὀφρῦς, of frowning, Antiph.307; draw in, retract, τὴν θρυαλλίδ' εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας Ar.Nu.585 (troch.); τὸν αὐχένα J.BJ6.1.8:—Pass., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Str.3.5.7; of cramp, Sor.2.28, Antyll. ap. Orib.8.6.32; ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται Sor.1.70b. b metaph., συνειλκυσμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου <τῇ> πρὸς σὲ . . αἱρέσει drawn into association with the man by his friendship with you, UPZ146.4, cf. 31 (ii B.C.); dub. sens. in POxy.1188.9 (i A.D.). II pull along with, help to pull, Ar.Pax 417; σ. μετ' αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς help them in dragging us over (in the game διελκυστίνδα), Pl.Tht.181a; τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος X.Ages.2.15.

German (Pape)

[Seite 1014] mit, zugleich, zusammen ziehen; πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; fut., Theaet. 181 a.

French (Bailly abrégé)

tirer ensemble :
1 tirer dans un même endroit;
2 contracter, resserrer;
3 rassembler, réunir, joindre;
4 aider à tirer.
Étymologie: σύν, ἕλκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έλκω, Att. en Ion. ξυνέλκω, ξυνελκύω samentrekken, intrekken:. σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα van alle kanten de huid samentrekken Plat. Smp. 190e. samen weghalen, helpen weghalen, met acc..; τήνδε... ξυνέλκυσον help ons haar (Vrede) weg te halen Aristoph. Pax 417; samen (met...) trekken, helpen slepen, met acc. en μετά + gen., overdr.. συνέλξομεν μετ’ αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς (als zij gelijk blijken te hebben) dan zullen wij met hen samen onszelf naar hun kant slepen Plat. Tht. 181a.

Russian (Dvoretsky)

συνέλκω:
1 стягивать (τὸ δέρμα ἐπί τι Plat.);
2 стаскивать (νεκροὺς εἴσω τινός Xen.); помогать вытащить (τινά Arph.);
3 соединять (ἑαυτὸν μετά τινος Plat.);
4 втягивать: εἰς ἑαυτὸν σ. τι Arph. прятать что-л.

Greek (Liddell-Scott)

συνέλκω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (ἴδε ἕλκω). Ἕλκω ὁμοῦ, σ. τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα Πλάτ. Συμπ. 190Ε· συν. μετ’ αὐτῶν ἡμᾶς αὐτοὺς (ἐν τῇ παιδιᾷ διελκυστίνδα), ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 181Α· σ. τὰς ὀφρῦς, ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 90. ― Παθητ., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Στράβ. 173. 2) συστέλλω, θρυελλίδ’ εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας, συστείλας, Ἀριστοφ. Νεφ. 585. ΙΙ. σύρω ἔξω ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 417· τοὺς νεκροὺς εἴσω τῆς φάλαγγος Ξεν. Ἀγησ. 2, 15.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
έλκω προς μία κατεύθυνση πολλά πράγματα συγχρόνως
αρχ.
1. συστέλλω, μαζεύω («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται», Σωρ.)
2. μτφ. τραβώ προς το μέρος μου, παρασύρω
3. βοηθώ στο να οδηγηθεί κάποιος κάπου («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος», Ξεν.)
4. φρ. «συνέλκω τὰς ὀφρῡς» — συνοφρυώνομαι (Αντιφαν.).

Greek Monotonic

συνέλκω: μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -είλκῠσα·
I. σύρω, τραβώ μαζί, εξάγω, συστέλλω, μαζεύω, σε Αριστοφ.
II. τραβώ έξω μαζί, βοηθώ κάποιον να σύρει έξω, στον ίδ., σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ξω aor1 -είλκῠσα
I. to draw together, to draw up, contract, Ar.
II. to draw out along with, to help to draw out, Ar., Xen.