μυγαλῆ

Revision as of 12:59, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")

English (LSJ)

(uncontr. μῡγᾰλέη Nic.Th.816), ἡ, (μῦς, γαλέη) shrew mouse, shrew-mouse, shrewmouse, field-mouse, Hdt.2.67, Sannyr.8, Cephisod.7, Anaxandr.39.14, Arist.HA604b19, LXX Le.11.30, Dsc.2.68 (v.l. μυογαλῆ), Philum. Ven.33, Iamb.Myst.5.8.—On the accent v. Hdn.Gr.2.911.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. μυγαλέη.

Greek (Liddell-Scott)

μῡγᾰλῆ: ἡ, (μῦς, γαλέη) ὁ ἀρουραῖος μῦς, Λατ. mus araneus, Ἡρόδ. 2. 67, Κηφισόδωρ. ἐν «Ὑῒ» 1, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πόλεσιν» 1. 14, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6. Ἐν Νικ. Θηρ. 816 ἀπαντᾷ ὁ ἀσυναίρετος τύπος μῡγᾰλέη· καὶ ἐν Διοσκ. 2. 73 μυογάλη. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 6. 23.

Greek Monolingual

η (Α μυγαλῆ, μυγαλέα και μυγαλέη και μυγάλη και, κατά τον Διόσκ. μυαγελῆ)
νεοελλ.
ζωολ. ονομασία μεγάλων ορθόγναθων αραχνών της ομάδας μυγαλόμορφα
αρχ.
είδος ποντικού με σουβλερή μύτη, ο αρουραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυ- του μῦς, μυ-ός «ποντικός» + γαλῆ «γάτα»].

Greek Monotonic

μῡγᾰλῆ: ἡ (μῦς, γαλέη), αρουραίος, ποντικός των αγρών, Λατ. mus araneus, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[μῦς, γαλέη
the shrew-mouse, field-mouse, Lat. mus araneus, Hdt.

Wikipedia EN

 
Southern short-tailed shrew

Shrews (family Soricidae) are small mole-like mammals classified in the order Eulipotyphla. True shrews are not to be confused with treeshrews, otter shrews, elephant shrews, or the West Indies shrews, which belong to different families or orders.

Although its external appearance is generally that of a long-nosed mouse, a shrew is not a rodent, as mice are. It is, in fact, a much closer relative of hedgehogs and moles, and shrews are related to rodents only to the extent that both belong to the Boreoeutheria magnorder – together with humans, monkeys, cats, dogs, horses, rhinos, cattle, pigs, whales, bats, and others. Shrews have sharp, spike-like teeth, not the familiar gnawing front incisor teeth of rodents.

Wikipedia EL

Η μυγαλή (οικογένεια Σορικίδες) είναι μικρό ασπαλοκόμορφο θηλαστικό ταξινομημένο στην τάξη Μυγαλόμορφα. Οι γνήσιες μυγαλές δεν πρέπει να συγχέονται με τις δενδρομυγαλές ή τις ελεφαντομυγαλές, οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικές οικογένειες ή τάξεις.

Μολονότι η εξωτερική της εμφάνιση είναι γενικώς αυτή ενός ποντικιού με μακριά μύτη, η μυγαλή δεν είναι τρωκτικό, όπως είναι τα ποντίκια, και είναι πλέον συγγενική με τους ασπάλακες. Έχουν μυτερά δόντια σαν καρφιά, όχι τους γνωστούς ροκανίζοντες εμπρόσθιους κοπτήρες των τρωκτικών.

Οι μυγαλές είναι κατανεμημένες σχεδόν σε όλο τον κόσμο: από τις μείζονες τροπικές και εύκρατες μάζες γης, μόνο η Νέα Γουινέα, η Αυστραλία, και η Νέα Ζηλανδία δεν έχουν ιθαγενείς μυγαλές· στην Νότια Αμερική, είναι σχετικώς πρόσφατοι μετανάστες και απαντώνται μόνο στις βόρειες Άνδεις. Από την άποψη της ποικιλότητας των ειδών, οι Σορικίδες είναι η τέταρτη πιο επιτυχημένη οικογένεια θηλαστικών, ούσα συναγωνιζόμενη μόνο από τις οικογένειες των μυοειδών τρωκτικών Μυίδες και Κρικητίδες και την οικογένεια νυχτερίδων Βεσπερτιλλιονίδες.

German (Pape)

μυγαλέη.

Translations

af: skeerbekmuis; an: soricidae; ar: زبابات; ast: soricidae; az: yereşənlər fəsiləsi; bat_smg: kerstelis; ba: ертишкестәр; be: землярыйкавыя; bg: земеровкови; bjn: mariangin; br: sorikideged; ca: musaranyes; ceb: minyak; cs: rejskovití; cv: пĕчĕк каюра йышшисем; da: spidsmus; de: Spitzmäuse; el: μυγαλή; en: shrew; eo: soriko; es: soricidae; et: karihiirlased; eu: soricidae; fa: حشره‌خوار; fi: päästäiset; frr: spasmüsen; fr: soricidae; ga: dallóg fhraoigh; gl: sorícidos; he: חדפיים; hr: rovke; hu: cickányfélék; hy: գետնափորներ; id: celurut; io: musareno; it: soricidae; ja: トガリネズミ科; jv: curut; ka: ბიგასებრნი; kg: mununzi; kk: жертесерлер; kn: ಮೂಗಿಲಿ; ko: 땃쥐류; ky: жер чукуурлар; la: soricidae; lfn: musarania; li: sjpitsmuus; lt: kirstukiniai; lv: ciršļu dzimta; mk: ровчици; ml: നച്ചെലി; mrj: цымыни; mt: sorċid; myv: кутора; ne: छुचुन्द्रो; nl: spitsmuizen; nn: spissmus; no: spissmusfamilien; nrm: mustchinne; nv: chį́į́shnézí; os: зæхкъах; pl: ryjówkowate; pnb: چکوندر; pt: soricidae; qu: k'awchisuyt'u; rm: misarogns; ro: soricide; ru: землеройковые; sah: күүдээхтэр кэргэннэрэ; sco: screw; sh: rovke; simple: shrew; si: හික්මීයෝ; sr: ровчице; sv: näbbmöss; sw: kirukanjia; ta: மூஞ்சூறு; th: หนูผี; tl: soricidae; tr: sivri faregiller; tt: җир тычканнары; uk: мідицеві; uz: yer qazirlar; vi: họ chuột chù; vls: tope; war: soricidae; wuu: 鼩鼱科; zh_yue: 鼩鼱; zh: 鼩鼱科; zu: ungoso