κολυμβήθρα

Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

ἡ, A place for diving, swimming-bath, Pl.R.453d, D.S.11.25; κ. μύρου Alex.300. II wine-vat, tun, D.S.13.83. III reservoir, cistern, LXX 4 Ki.18.17. IV baptismal font, POxy.147 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1476] ἡ, Ort zum Untertauchen, zum Baden; Plat. Rep. V, 453 d; κολυμβᾶν εἰς κολυμβήθραν μύρου Alexis bei Ath. I, 18 c; Sp., wie D. Sic. 4, 78. 11, 25.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
piscine, bain.
Étymologie: κολυμβάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολυμβήθρα -ας, ἡ [κολυμβάω] zwembad.

Russian (Dvoretsky)

κολυμβήθρα:
1 бассейн для плавания Plat.;
2 купальня, купель (τοῦ Σιλωάμ NT).

Spanish

piscina

English (Strong)

from κολυμβάω; a diving-place, i.e. pond for bathing (or swimming): pool.

English (Thayer)

κολυμβήθρας, ἡ (κολυμβάω), a place for diving, a swimming-pool (A. V. simply pool): in 11; a reservoir or pool used for bathing, R L), 7). (Plato, rep. 5, p. 453d.; Diodorus, Joseph, others; the Sept., Nahum 2:8.)

Greek Monolingual

και κολυμπήθρα, η (AM κολυμβήθρα)
ιερό σκεύος μέσα στο οποίο βαπτίζονται οι χριστιανοί
μσν.-αρχ.
1. δεξαμενή, στέρνα
2. βάπτισμα («δύναμιν τοῦ μυστηρίου τῆς κολυμβήθρας»)
αρχ.
1. λουτρό
2. βαρέλι για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμβώ + επίθημα -(ή)θρα (πρβλ. δακτυλήθρα, ουρήθρα)].

Greek Monotonic

κολυμβήθρα: ἡ, τόπος για κολύμπι, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κολυμβήθρα: ἡ, τόπος διὰ κολύμβημα, Πλάτ. Πολ. 453D· κολυμβᾶν εἰς κολυμβήθραν μύρου Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 28. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ὡς καὶ νῦν, σκεῦος πρὸς βάπτισιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3726b, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

κολυμβήθρα, ἡ,
a swimming-bath, Plat. [from κόλυμβος

Chinese

原文音譯:kolumb»qra 可淋卑特拉
詞類次數:名詞(5)
原文字根:游水(的池子) 相當於: (בְּרֵכָה‎)
字義溯源:潛水處,池子,貯水池;源自(κολυμβάω)=跳入水中);而 (κολυμβάω)出自(κολυμβήθρα)X*=潛水者)
出現次數:總共(4);約(4)
譯字彙編
1) 池子(3) 約5:4; 約5:7; 約9:7;
2) 一個池子(1) 約5:2

English (Woodhouse)

swimming-bath

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κολυμβῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη κόλυμβος.

Léxico de magia

piscina lugar de curación para la gente enferma ὁ θ(εὸ)ς τῆς προβατικῆς κολυμβήθρας, ἐξελοῦ τὴν δούλην σου Ἰωαννίαν Dios de la piscina probática, salva a tu esclava Ioania C 5b 7 O 3 1