εὐπόριστος
English (LSJ)
ον, (πορίζω) A easy to procure or secure, Id.Ep.3p.63U., Sent.21, Fr.469, Dsc.Eup. Praef.: Sup., ἀμπεχόνη, οἰκία, Ph.2.424, cf. Phld.D.1.15; feasible, Cic.Att.7.1.7; εὐπόριστα (sc. φάρμακα), τά, common, family medicines: title of work by Dsc., Orib.Eup.Praef. (called περὶ ἁπλῶν φαρμάκων in codd. of Dsc.Eup.); also, ordinary food, opp. game out of season, Plu.Luc.40, Pomp.2. II Act., providing one's subsistence with ease, Ptol.Tetr.155.
German (Pape)
[Seite 1090] leicht herbeizuschaffen, was leicht, ohne großen Aufwand zu haben ist, Cic. ad Att. 7, 1, 7; D. L. 10, 144; Plut. u. a. Sp.; τὰ εὐπ., sc. φάρμακα, sind Hausmittel, Plut. Lucull. 40; Diosc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à se procurer ; τὰ εὐπόριστα (φάρμακα) remèdes usuels.
Étymologie: εὖ, πορίζω.
Russian (Dvoretsky)
εὐπόριστος: легко добываемый, доступный (ὁ τῆς φύσεως πλοῦτος Epicur. ap. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπόριστος: -ον, (πορίζω) εὐκόλως ποριζόμενος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 144, Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 1, 7· - εὐπόριστα (δηλ. φάρμακα), τά, κοινὰ καὶ πρόχειρα οἰκογενειακὰ φάρμακα, Πλουτ. Λούκουλλ. 40. - Περὶ Εὐπορίστων, ὄνομα συγγράμματος τοῦ Διοσκορίδου.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐπόριστος, -ον)
αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά κάποιος
αρχ.
1. εφικτός, κατορθωτός
2. αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα μέσα της ζωής
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐπόριστα
α) συνήθης και πρόχειρη τροφή
β) τα κοινά και πρόχειρα οικογενειακά φάρμακα
γ) τίτλος συγγράμματος του Διοσκουρίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πορίζομαι (πρβλ. δυσ-πόριστος)].
Greek Monotonic
εὐπόριστος: -ον (πορίζω), εύκολα προμηθεύσιμος· εὐπόριστα (ενν. φάρμακα), τά, κοινά και πρόχειρα οικογενειακά φάρμακα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
εὐ-πόριστος, ον πορίζω
easy to procure;— εὐπόριστα (sc. φάρμακἀ, τά, common medicines, Plut.