συνεφέπομαι

Revision as of 12:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

aor. -εφεσπόμην, Ion. -επεσπόμην, poet. imper. συνεπίσπεο Lyr.Alex.Adesp.20.2:—follow together, Hdt.9.102, X.Cyr. 6.4.10, Pl.Lg.701a, etc.; τινι with one, X.An.4.8.18, etc.: metaph., σ. τῷ λόγῳ Pl.Sph.254c.

French (Bailly abrégé)

suivre ensemble, accompagner, τινι.
Étymologie: σύν, ἐφέπομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεφέπομαι [σύν, ἐφέπω] meegaan (met), volgen; met dat.

German (Pape)

(ἕπομαι), = συνεπακολουθέω, mit od. zugleich folgen, begleiten; Her. 5.47, 9.102; ξυνεφέσπετο δὲ ἐλευθερία, Plat. Legg. III.701a; auch ξυνεπισπώμεθα τῷ λόγῳ, Soph. 254c; τούτῳ τῷ μύθῳ ὁ ξυνεπισπόμενος εὖ εἴσεται, Ep. VII.344d; Xen. Cyr. 6.4.10 und öfter, und Folgde.

Russian (Dvoretsky)

συνεφέπομαι: (aor. συνεφεσπόμην - ион. συνεπεσπόμην)
1 одновременно следовать, отправляться следом Her., Xen., Plat.: συνεφέπειτο αὐτοῖς καὶ τὸ ὁπλιτικόν Xen. за ними последовали и гоплиты;
2 следить: σ. τῷ λόγῳ Plat. следить за ходом беседы.

Greek (Liddell-Scott)

συνεφέπομαι: ἀόριστ. -εφεσπόμην, Ἰων. -επεσπόμην· ἀποθετ., ― ὡς τὸ συνεπακολουθέω, ἐπακολουθῶ ὁμοῦ, Ἡρόδ. 5. 47, 9. 102, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 10, Πλάτ. Νόμ. 701Α, κτλ.· τινι, μετά τινος, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 18, κτλ.· μεταφορ., σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Σοφιστ. 254C. Πρβλ. συνέπομαι.

Greek Monolingual

και ιων. τ. παρατ. συνεπεσπόμην Α
1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι και εγώ («ἡ δὲ λαθοῦσα αὐτὸν συνεφείπετο», Ξεν.)
2. μτφ. (σχετικά με δοξασία) συμμορφώνομαι («ξυνεπισπώμεθα τῷ λόγῳ», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐφέπομαι «ακολουθώ, παρακολουθώ, προσέχω»].

Greek Monotonic

συνεφέπομαι: αόρ. βʹ -εφεσπόμην, Ιων. -επεσπόμην, αποθ., ακολουθώ από κοινού, σε Ηρόδ.· τινι, με κάποιον, σε Ξεν.

Middle Liddell

aor2 -εφεσπόμην ionic -επεσπόμην
Dep.:— to follow together, Hdt.; τινι with one, Xen.