χαμᾶζε

Revision as of 14:40, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

English (LSJ)

Adv., (χαμαί) to the ground, on the ground, freq. in Hom., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χ. Il.3.29, al.; ἀπὸ πύργου βαῖνε χ. stepped to the ground, 21.529; [κεραυνὸν] ἧκε χ. 8.134, cf. 14.497, 20.461; χ. κάππεσεν 15.537; τόξον . . θῆκε χ. Od.21.136, cf.22.340: rare in Trag. and Com., E.Ba.633 (troch.), Ar.Ach.341, 344 (both troch.); μὴ πέσῃ χ. Id.V.1012 (lyr.); χ. προβαίνουσα Babr. 115.13; freq. in later Prose, χ. θυρεοῖς κεκλιμένοις Plu.Sull.28; ἔχειν χ. δύ' ὀβολώ Luc.Lex.2. (On the exceptional accent cf. Ael. Dion.Fr.322, Hdn.Gr.2.951.)

French (Bailly abrégé)

adv.
sur ou vers la terre, à terre.
Étymologie: χαμαί.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμᾶζε: ἐπίρρ., (χαμαὶ) εἰς τὸ ἔδαφος, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, χαμαί, κατὰ γῆς, Λατ. humi, συχν. παρ’ Ὁμ., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χ. Ἰλ. Γ. 29 κλπ.˙ ἀπὸ πύργου βαῖνε χαμᾶζε Φ. 529˙ [κεραυνὸν] ἧκε χ. Θ. 134, πρβλ. Ξ. 497, Υ. 461˙ χ. κάππεσεν Ο. 537˙ τόξον ... θῆκε χ. Ὀδ. Φ. 136, πρβλ. Χ. 340˙ - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Βάκχ. 633, Ἀριστοφ. Ἀχ. 341, 344˙ χ. πίπτειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1012˙ ἀλλὰ συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, χ. κεκλιμένους Πλουτ. Σύλλ. 28˙ ἔχειν χ. δύ’ ὀβολὼ Λουκ. Λεξιφ. 2, κλπ. (Ὁ τονισμὸς χαμᾶζε ἰδιαιτέρως σημειοῦται ὡς ἐξαιρετικός, διότι αἱ ὅμοιαι λέξεις ἔραζε, θύραζε, Ἀθήναζε εἶναι προπαροξ.˙ ἴδε Ἀρκάδ. 183, Αἰλ. Διονύσ. παρὰ Φαβωρίν. ἐν λ., Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29.).

English (Autenrieth)

(χαμαί): to the ground, down; to or into the earth, Il. 8.134, Od. 21.136.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (επικ. τ.) χαμάδις, χαμαί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί + επιρρμ. κατάλ. -ζε κατά τα Ἀθήν-ᾱζε, θύρ-ᾱζε].

Greek Monotonic

χᾰμᾶζε: επίρρ. (χαμαί), στο έδαφος, πάνω στο έδαφος, Λατ. humi, σε Όμηρ., Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

χαμαί
to the ground, on the ground, Lat. humi, Hom., Eur., Ar.

English (Woodhouse)

to the ground

German (Pape)

(wie ἔραζε gebildet, vgl. χαμαί, χαμάδις), adv., auf die Erde, zu Boden; oft bei Hom., ἐξ ὀχέων ἆλτο χαμᾶζε Il. 3.29 und öfter, ἧκε χαμᾶζε 8.134 und öfter, χαμᾶζε κάππεσεν 15.537; Eur. Bacch. 633; χαμᾶζε πίπτειν Ar. Vesp. 1012. – Arcad. führt auch die Akzentuation χαμάζε an, welche Andere, bes. Draco, verwerfen.