σπονδεῖον
English (LSJ)
(sc. σκύφος), τό,
A cup from which the σπονδή was poured, Clitarch. ap. Ath.11.486a, LXX Nu.4.7, al., PCornell 33.9 (iii B.C.), Ph.2.157; Ion. σπονδήϊον IG12(5).123b (Paros).
2 bowl for offerings, Sammelb.5252.20 (i A.D.), BGU590.9 (ii A.D.).
3 a pouring cup used by doctors, Plu.2.377e.
II part of the νόμος Πυθικός, Demetr.Lac.Herc.1014.53 (written σπονδῆον).
German (Pape)
[Seite 923] τό, auch σπονδίον, Gefäß, Schale zur Libation, um ein Trankopfer darzubringen, Sp., wie Ath. 486 b; Neutr. von
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase pour les libations.
Étymologie: σπονδεῖος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπονδεῖον -ου, τό [σπονδή] beker of schaal om uit te plengen.
Russian (Dvoretsky)
σπονδεῖον: τό спондей, чаша для возлияний Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σπονδεῖον: (ἐξυπακ. σκύφος),τό, ποτήριον ἐξ οὗ ἐχύνετο ἡ σπονδή, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθήν. 486Β, Φίλων 2.157, Πλούτ. 2.377Ε, Ἡσύχ., κτλ.· Ἰωνικ. σπονδήιον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2384g (προσθῆκ.).
Spanish
Greek Monolingual
και σπονδῆον και σπονδήϊον και σπενδεῖον, τὸ, Α
1. σκύφος, αγγείο, χρυσή φιάλη που έφεραν οι σπονδοφόροι όταν ανήγγελλαν τη σπονδή
2. κουτί με άνοιγμα στο επάνω μέρος για τη συγκέντρωση χρηματικών προσφορών
3. περικοπή του «πυθικού νόμου».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. σπονδεῖος].
Léxico de magia
τό copa para hacer libaciones ταῦτα εἰπόντος ἐλεύσεται ὁ θεὸς Ἀπόλλων, σπονδεῖον ἔχων al decir esto, vendrá el dios Apolo con una copa de libaciones P VII 735 ἐὰν αἰτήσῃς, δώσει σοι ἀπὸ τοῦ σπονδείου πεῖν si se lo pides, te dará a beber de la copa P VII 737