Πυθικός
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
Πυθική, Πυθικόν,
A of or for Pytho, Pythian, χρηστήρια, ἑστία, A.Th.747 (lyr.), E.Andr.1067; μαντεῖον S.El.32, Th.2.17; ἆθλα S.El.49; δάφνη Ar.Pl.213; τὸ Π. (sc. χρηστήριον) Id.Eq.220; Π. αὐλητής, κιθαριστής, IG7.1776 (Thespiae); νικήσαντα παίδων Πυθικῶν πάλην IGRom.4.244 (Alexandria Troas), cf. 1064.7 (Cos), Supp.Epigr.3.335.7, al. (Thespiae, ii A.D.).
II Πυθικόν, τό, name of a work on tooth- and mouth-washes by Damocrates, Gal.12.889.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
Pythique, Pythien ; ἆθλα Πυθικά, les jeux Pythiques.
Étymologie: Πυθώ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Πυθικός -ή -όν [Πυθώ] Pythisch, van Pytho (streek rond Delphi); subst. τὸ πυθικόν Pythisch orakel.
Russian (Dvoretsky)
Πῡθικός: пифийский (μαντεῖον Soph.; δάφνη Arph.).
Greek Monotonic
Πῡθικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην Πυθώ, Πυθικός, σε Τραγ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
Πῡθικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Πυθώ, Πυθικός. χρηστήρια, μαντεῖον, ἑστία Αἰσχύλου Θήβ. 747, Σοφ. Ἠλ. 32, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1067, Θουκ., κλπ.· ἆθλα Σοφ. Ἠλ. 49· δάφνη Ἀριστοφάν. Πλ. 213· - τὸ Π. (ἐξυπακουομ. χρηστήριον) ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 220.
Middle Liddell
Πῡθικός, ή, όν
of or for Pytho, Pythian, Trag., etc.