φυγάς
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ: (φεύγω):—
A one who flees from his country, either voluntarily, runaway, fugitive, or by legal sentence, exile, Hdt.1.150, 3.138, etc.; ἐξεκηρύχθην φ. S.OC430; ἐξελήλαμαι φ. ib.1292; φυγὰς πάσης τῆς χώρας X.HG4.1.7; τῆς πατρίδος Pl.Alc.2.145b; ἀνθρώπων Plu.Ant.69; φυγὰς τῆς τῶν ἐξελασάντων πονηρίας Th. 6.92; φυγὰς ἐξ Ἤλιδος, φυγὰς ἐκ Λαρίσης, X.HG3.2.29, 6.4.34; φυγάδ' ἀπ' οὐρανοῦ θεόν A.Supp.214; φυγὰς ἐξ Ἀθηνῶν ὑπὸ Ἀθηναίων X.HG1.5.19; φυγὰς παρ' ὑμῶν a deserter from... Id.Cyr.6.3.11; ἔνθεν . . εἰμὶ φ. Id.An. 5.6.23; τοὺς δὲ φ. ἐντεῦθεν ἐποίησε Lys.13.64, cf. X.HG4.1.40; κατάγειν φυγάδας to restore them, Hdt.5.31; φ. καθεῖναι, καταδέχεσθαι, X.HG2.2.20, 5.2.10: prov., αἱ ἐλπίδες βόσκουσι φυγάδας = hopes are the food of exiles E.Ph. 396; αἱ φ. πύλαι D.H.1.46; μηδένα εἶναι . . ὑπερορίαν φυγάδα, is dub. in Pl.Lg.855c.
II of an army, put to flight,S.Ant.108 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1312] άδος, ὁ, ἡ, flüchtig; πτηνῶν ἀγέλας τόξοισιν ἐμοῖς φυγάδας θήσομεν Eur. Ion 109; – Flüchtling, bes. landesflüchtig, ein Verbannter, Verwiesener, zuerst bei Her. 8, 65, u. oft bei den Attikern; Aesch. Ag. 1255 Ch. 928 u. öfter; Soph. ἐκτὸς οἴκων κἀπὶ γῆς ἄλλης φυγὰς ἀπώλου El. 1125; εἰ τοὺς κτανόντας Λάϊον γῆς φυγάδας ἐκπεμψαίμεθα O. R. 309, u. öfter; ἤλασέν μ' ἀπ' οἴκων φυγάδα Eur. Gr. 763, u. öfter; Thuc. 6, 92; φυγάδας ἐντεῦθεν ἐποίησεν Lys. 13, 64; φυγάδα ποιεῖν τῆς πατρίδος Plat. Alc. II, 145 b; φυγὰς πάσης χώρας Xen. Hell. 4, 1,7; παρά τινος, Überläufer, Cyr. 6, 3,11; auch c. acc., wie φεύγων, Plat. Legg. IX, 855 c.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
1 qui fuit;
2 chassé de son pays, banni, exilé, avec ἐκ ou ἀπό ou avec le gén. ; φυγάδα ποιεῖν τινα XÉN forcer qqn à s'exiler;
3 transfuge : παρὰ τῶν Μήδων XÉN de chez les Mèdes.
Étymologie: φεύγω.
Russian (Dvoretsky)
φυγάς: άδος (ᾰδ) ὁ и ἡ
1 бегущий, т. е. беглый, беглец (беглянка): φ. πρόδρομος Soph. опрометью бегущий (убегающий); φυγάδας θεῖναί τινας Eur. обратить в бегство (разогнать) кого-л.;
2 перебежчик: φ. παρά τινος Xen. перебежчик от кого-л.; ὑπερόριος φ. Plat. бежавший за границу;
3 изгнанник (изгнанница) Her., Trag.: Ταρεντῖνος φ. Her. изгнанник из Тарента; φυγάδα ποιεῖν τινα τῆς πατρίδος Plat. добиться чьего-л. изгнания из отечества; φ. ἐξ Ἀθηνῶν Xen. изгнанный из Афин; φ. ἀπ᾽ οὐρανοῦ θεός Aesch. изгнанный с неба бог.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγάς: -άδος, ὁ, ἡ· (√ΦΥΓ, φεύγω)· ὁ φεύγων ἐκ τῆς ἰδίας ἑαυτοῦ χώρας εἴτε ἑκουσίως ὡς δραπέτης εἴτε ἀκουσίως ὡς ἐξόριστος, Λατ. exul, profugus, Ἡρόδ. 1. 150., 3. 138, κ. ἀλλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. ἐξεκηρύχθην φ. Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 430· ἐξελήλαμαι φ. αὐτόθι 1292· φ. πάσης χώρας Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 7· τῆς πατρίδος Πλάτ. Ἀλκ. βϳ 145 Β· ἀνθρώπων Πλουτ. Ἀντών. 69· φ. τῆς τῶν ἐξελασάντων πονηρίας Θουκ. 6. 92· φ. ἐξ Ἤλιδος, ἐκ Λαρίσης Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 29., 6. 4, 34· φυγάδ’ ἀπ’ οὐρανοῦ θεὸν Αἰσχύλ. Ἱκ. 214· φ. ἐξ Ἀθηνῶν ὑπό τινος Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 19· φ. παρά τινος, αὐτομολήσας παρά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Κύρου Παιδ. 6. 5, 11· ἔνθεν... εἰμὶ φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 6, 23· φ. ἐντεῦθεν ποιεῖν τινα Λυσίας 135. 37· ― φυγάδα ποιεῖν τινα Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 40· κατάγειν φυγάδας, ἀνακαλεῖν αὐτούς, οἱ φ. κατίασι, ἐπανέρχονται εἰς τὰς πατρίδας των, κτλ.· ― παροιμ., αἱ ἐλπίδες βόσκουσι φυγάδας (πρβλ. φυγαδικὸς) Εὐρ. Φοίν. 396· αἱ φ. πύλαι Διονύσ. Ἁλ. 1. 46. ― ἐν Πλάτ. Νόμ. 855C, ἀντὶ μηδένα εἶναι... ὑπερορίαν φυγάδα, ὁ Στέφανος ὑπερόριον ἢ εἰς ὑπερορίαν. ΙΙ. ἐπὶ στρατοῦ, ὁ τραπεὶς εἰς φυγήν, Σοφ. Ἀντιγ. 108.
Greek Monolingual
ο / φυγάς, -άδος, ΝΜΑ, και φυγάδας Ν, και φυγάς, ἡ, Α
αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του είτε εκούσια ως δραπέτης ή επειδή διώκεται, είτε ακούσια ως εξόριστος (α. «πολιτικοί φυγάδες» β. «τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ φυγάδας ἐποίησε», Λυσ.)
2. αυτός που έχει τραπεί σε φυγή κατά τη μάχη ή, γενικά, μπροστά στον κίνδυνο, λιποτάκτης
νεοελλ.
ανυπότακτος στρατιώτης, φυγόστρατος
αρχ.
φρ. α) «κατάγειν φυγάδας» — ανακαλώ τους εξόριστους (Ηρόδ.)
β) «φυγάδες πύλαι» — οι πύλες από τις οποίεςς έφευγε κανείς από την πόλη (Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύξ, φυγός ή φυγή + κατάλ. -άς, -άδος- (πρβλ. νομ-άς)].
Greek Monotonic
φῠγάς: -άδος, ὁ, ἡ (φεύγω)·
I. κάποιος που φεύγει από τη χώρα του, φυγάς, εξόριστος, εξοστρακισμένος, μετανάστης, Λατ. excul, profugus, σε Ηρόδ., Αττ.· φυγάδα ποιεῖν τινα, σε Ξεν.· κατάγειν φυγάδας, τους ανακαλώ, κ.λπ.
II. λέγεται για το στρατό, αυτός που τρέπεται σε φυγή, σε Σοφ.
Middle Liddell
φῠγάς, άδος, φεύγω
I. one who flees from his country, a runaway, fugitive, a banished man, exile, refugee, Lat. exul, profugus, Hdt., attic; φυγάδα ποιεῖν τινα Xen.; κατάγειν φυγάδας to recall them; etc.
II. of an army, put to flight, Soph.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
–άδος. Ἀπό τό φεύγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
deserter
Albanian: dezertor; Arabic: هَارِب; Armenian: դասալիք; Azerbaijani: fərari, dezertir; Belarusian: дэзерці́р, дэзэртыр; Bulgarian: дезертьор; Burmese: တပ်ပြေး; Catalan: desertor; Chinese Mandarin: 逃兵; Czech: dezertér, dezertérka, zběh; Danish: desertør; Dutch: deserteur; Estonian: desertöör; Finnish: sotilaskarkuri; French: déserteur, déserteuse; Georgian: დეზერტირი; German: Deserteur, Fahnenflüchtiger; Greek: λιποτάκτης; Ancient Greek: ἀποστάτης, ἀσπιδαποβλής, αὐτόμολος, δησέρτωρ, δραπέτης, λειποτάκτης, λιποστρατιώτης, λιποτάκτης, ῥίψασπις, φυγάς; Hebrew: עָרִיק; Hindi: भागू, भग्गू, पलायक; Hungarian: dezertőr, szökevény; Indonesian: desertir; Italian: disertore, disertrice; Japanese: 脱走兵; Kazakh: дезертир, қашқын; Khmer: ទាហានរត់, ទាហានរមត់, អ្នករមត់; Korean: 탈영병(脫營兵), 탈주병(脫走兵), 탈주자(脫走者), 탈영자(脫營者), 변절자(變節者); Kurdish Northern Kurdish: revok; Kyrgyz: дезертир, качкын; Latin: desertor; Latvian: dezertieris; Lithuanian: dezertyras; Macedonian: дезертер; Malay: pembolos; Norwegian Bokmål: desertør; Nynorsk: desertør; Pashto: پراري, ښکری; Persian: فراری; Polish: dezerter, dezerterka; Portuguese: desertor; Romanian: dezertor; Russian: дезертир; Serbo-Croatian Cyrillic: дезѐрте̄р; Roman: dezèrtēr; Slovak: dezertér, dezertérka, zbeh; Slovene: dezerter; Spanish: desertor; Swedish: desertör; Tajik: фирорӣ, гуреза; Thai: ผู้ละทิ้ง; Turkish: asker kaçağı, firari; Ukrainian: дезертир; Uzbek: dezertir, qochoq; Vietnamese: kẻ đào