ποδαρικό
Greek Monolingual
το, Ν
1. η αντίληψη για την καλή ή την κακή επήρεια που μπορεί να έχει για το σπίτι ένα άτομο το οποίο θα μπει και θα πατήσει το πόδι του πρώτο μέσα σε αυτό, σε μια χρονικά σημαντική στιγμή, λ.χ. πρωτοχρονιά, πρωτομηνιά, έναρξη νέας εργασίας
2. το ποδαριακό του αργαλειού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. -ικό (πρβλ. χερικό, ψυχικό)].