λίγδα
English (LSJ)
v. λίγδος III. λιγδαρεοχύται· οἱ ἐν ταῖς λίγδαις τὰς άρκας χέοντες, τουτέστι χοάναις, Hsch. λιγδεύει· ἀπηθεῖ, Id.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
λίγδα: «ἡ ἀκόνη. καὶ ἡ ἀκονία» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
η (Μ λιγδα)
το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα
νεοελλ.
1. λεκές από λίπος ή λάδι
2. μτφ. άνθρωπος του οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους
3. κοινή ονομασία του ψαριού σαργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ' άλλη άποψη, < γλίδα, με αντιμετάθεση < γλίνη «πηλός»].
(II)
λίγδα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λίγδην.