εὐσύνοπτος

Revision as of 10:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εὐσύνοπτον,
A easily taken in at a glance, seen at once, Isoc.15.172, Aeschin.3.118, Thphr. HP 1.9.5; μέγεθος Arist.Po.1451a4; πλῆθος, χώρα, Id.Pol.1327a1; τάφοι ἀλλήλοις εὐσύνοπτοι within easy sight of each other, ib.1274a37; δύναμις εὐ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Plb.5.24.6.
II metaph., easily taken in by the mind, of a poem, Arist.Po.1459a33; λέγω δὲ περίοδον λέξιν ἔχουσαν… μέγεθος εὐσύνοπτον Id.Rh.1409b1; of the facts of a case, ib.1414a12, cf. Pol.1323b7; of a falsity or error, easily seen or easily detected, Id.Sens.441a10. Adv. εὐσυνόπτως Id.Mir.838b10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à embrasser d'un coup d'œil.
Étymologie: εὖ, συνόψομαι.

German (Pape)

leicht zu übersehen, τὸ πεδίον Aesch. 3.118; Arist. Pol. 7.4; deutlich, καὶ ἀκριβής Isocr. 15.172, öfter; übertragen, Arist. rhet. 3.12 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

εὐσύνοπτος:
1 удобообозримый, охватываемый одним взглядом (τὸ πεδίον Aeschin.; μέγεθος Arst.): ἀλλήλοις εὐσύνοπτοι Arst. находящиеся друг у друга на виду;
2 легко усваиваемый, понятный (μῦθος Arst.);
3 легко усматриваемый, сразу обнаруживаемый, заметный (τὸ ψεῦδος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύνοπτος: -ον, εὐκόλως δι᾿ ἑνὸς βλέμματος ὁρώμενος, ἀμέσως βλεπόμενος, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 172 (= 183), Αἰσχίν. 70. 21· μέγεθος εὐσ. Ἀριστ. Ποιητ. 7. 10· πλῆθος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 5, 3· τάφοις ἀλλήλοις εὐσ., πλησίον ἀλλήλων, εὐκόλως ὁρώμενοι ἀπ᾿ ἀλλήλων, αὐτόθι 2. 12, 9· δύναμις εὐσ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 5. 14, 6. ΙΙ. μεταφ., εὐκόλως συναρπαζόμενος ὑπὸ τῆς διανοίας, ἐπί ποιήματος, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 5· λέγω δὲ περίοδον λέξιν… ἔχουσαν μέγεθος εὐσ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 3· ἐπὶ τῶν γεγονότων ὑποθέσεώς τινος, αὐτόθι 3. 12, 5, πρβλ. Πολιτικ. 7. 1, 6· ἐπὶ ψεύδους, εὐκόλως ὁρώμενος ἢ ἀποκαλυπτόμενος, ὁ αὐτ. περὶ Αἰσθ. 4. 4· - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 99· - Ὑπερθετ. -οτατα, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 73Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐσύνοπτος, -ον)
αυτός που συνοράται εύκολα, του οποίου φαίνονται καθαρά και το σύνολο και τα μέρη που το αποτελούν («ἔχειν μὲν μέγεθος, τοῦτο δὲ εὐσύνοπτον εἶναι», Αριστοτ.)

Greek Monotonic

εὐσύνοπτος: -ον (συνόψομαι), αυτός που συλλαμβάνεται αμέσως, χωρίς χρονοτριβή, αυτός που διαπιστώνεται μεμιάς, σε Αισχίν. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐ-σύνοπτος, ον συνόψομαι
easily taken in at a glance, seen at once, Aeschin., etc.

Mantoulidis Etymological

(=πού φαίνεται εὔκολα μ' ἕνα βλέμμα). Ἀπό τό εὖ + συν + ὁρῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.