Ὄσιρις

Revision as of 10:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ, Osiris, Hdt.2.42, etc.; gen. Ὀσείριδος IG11(4).1234 (Delos, ii B. C.), Ὀσίριος Hdt. l. c., OGI90.10 (Rosetta, ii B. C.), Ὀσίρεως Man. ap. J.Ap.1.26; dat. Ὀσίριδι IG22.1367.4, Ὀσίρει OGI60.4 (Canopus, iii B. C.): Ὀσίριδος ἀστήρ, = the planet Jupiter, Ach.Tat. Intr.Arat.17: Ὀσῑρίειον, τό, temple of Osiris, Sammelb.5022 (Ptolemaic); later Ὀσῑρεῖον, Theognost.Can.129:—Verb Ὀσῑριάζω, to be given to the worship of Osiris, Dam. ap. Suid. s.v. Ἀσκληπιόδοτος (-ράζ- codd.):—Adj. Ὀσῑριακός, τὰ Ὀσῑριακά Plu.2.360f: fem. Adj. Ὀσῑριάς, Dam.Isid.107; πόα, = ὄσιρις, Aët.1.304.

French (Bailly abrégé)

Ὀσίριδος (ὁ) ; gén. ion. Ὀσίριος;
Osiris, dieu égyptien, personnification du soleil.

Russian (Dvoretsky)

Ὄσῑρις: ιδος, ион. ιος ὁ Осирид или Осирис (бог солнца, верховное божество египтян, супруг Исиды, греками отожд. с Вакхом) Her., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

Ὄσῑρις: ὁ, θεότης Αἰγυπτιακή, Ἡρόδ. 2, 42, κτλ.· γεν. Ὀσίριδος, παρ’ Ἡροδ. καὶ ἐν ἐπιγραφαῖς Ὀσίριος, Ὀσίρεως, παρ’ Ἰωσήπῳ: δοτ. Ὀσίριδι, Ἰων. Ὀσίρι· ― Ὀσίρειον, τό, ὁ ναὸς αὐτοῦ, Θεογνώστ. Κανόν. 129. 22· ― ῥῆμα, Ὀσῑριάζω, δίδομαι εἰς τὴν λατρείαν αὐτοῦ, Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἀσκληπιόδοτος.

Greek Monolingual

ο (Α Ὄσιρις, -ιδος, γεν. και Ὀσίρεως και ιων. τ. γεν. Ὀσίριος)
σημαντικότατη θεότητα, η πιο περίπλοκη, του αιγυπτιακού πανθέου, η λατρεία της οποίας άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στη διαμόρφωση τών αρχαιότατων μύθων και τοπικών δοξασιών και η οποία είχε διπλή υπόσταση: ήταν θεός της γονιμότητας και προσωποποίηση του νεκρού βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό Ws'r].

Wikipedia EN

 
Standing Osiris

Osiris (/oʊˈsaɪrɪs/, from Egyptian wsjr) is the god of fertility, agriculture, the afterlife, the dead, resurrection, life, and vegetation in ancient Egyptian religion. He was classically depicted as a green-skinned deity with a pharaoh's beard, partially mummy-wrapped at the legs, wearing a distinctive atef crown, and holding a symbolic crook and flail. He was one of the first to be associated with the mummy wrap. When his brother, Set, cut him up into pieces after killing him, Isis, his wife, found all the pieces and wrapped his body up. Osiris was at times considered the eldest son of the god Geb and the sky goddess Nut, as well as being brother and husband of Isis, with Horus being considered his posthumously begotten son. He was also associated with the epithet Khenti-Amentiu, meaning "Foremost of the Westerners", a reference to his kingship in the land of the dead. Through syncretism with Iah, he is also a god of the Moon.

Wikipedia EL

Ο Όσιρις, (επίσης Ούζιρις, Αζάρ, Όζιρις, Ουζάρ, Ουεζίρ, Ουζαρέ) του οποίου το όνομα είναι αρχαιοελληνική μεταγραφή της αιγυπτιακής λέξης Ουεζίρ, εξομοιώθηκε με πολλές θεότητες του ελληνικού πάνθεου, κυρίως δε με τον Διόνυσο και τον Άδη. Όντας αρχικά θεός της φύσης, ενσάρκωση του πνεύματος της βλάστησης, που πεθαίνει κατά το θερισμό και αναγεννάται όταν φυτρώνει ο σπόρος, ο Όσιρις λατρεύθηκε σε ολόκληρη την αρχαία Αίγυπτο ως θεός των νεκρών. Με την ιδιότητα αυτή αναρριχήθηκε μέχρι την πρώτη σειρά του αιγυπτιακού πανθέου. Ο μύθος παρουσιάζει τον Όσιρι ουσιαστικά ως φετίχ μιας κατακτητικής φατρίας, η οποία τον επέβαλε αρχικά στην πόλη Ντζεντού -μεταγενέστερα Περ-Ουσίρ και Βούσιρι (αρχαιοελ.)- της Κάτω Αιγύπτου, όπου ο νέος θεός υποκατέστησε τον προηγούμενο κύριο της πόλης, τον Αντζετί. Κατόπιν στην Άβυδο της 'Ανω Αιγύπτου, ο Όσιρις ταυτίστηκε με τον Χεντ Αμεντί (Khent Amenti), τον θεό-λύκο της δυτικής νεκρόπολης και έγινε η μεγάλη θεότητα των νεκρών. Εκεί του αποδιδόταν ενίοτε η προσωνυμία Χεντ Αμεντιού (Khent Amentiou), «Κύριος των Δυτικών», δηλαδή των νεκρών, που κατοικούσαν εκεί όπου δύει ο ήλιος. Ο Όσιρις μαζί με τον Σέραπη χαρακτηρίζονταν Άζωνοι θεοί.

Translations

af: Osiris; als: Osiris; ar: أوزيريس; arz: اوزيريس; ast: Osiris; az: Osiris; be_x_old: Асырыс; be: Асірыс; bg: Озирис; bn: ওসাইরিস; bo: ཨུ་སའེ་ལི་སི།; br: Osiris; bs: Oziris; ca: Osiris; cs: Usir; cy: Osiris; da: Osiris; de: Osiris; diq: Osiris; el: Όσιρις; en: Osiris; eo: Oziriso; es: Osiris; et: Osiris; eu: Osiris; fa: ازیریس; fi: Osiris; fr: Osiris; ga: Óisíris; gl: Osiris; he: אוסיריס; hi: ओसिरिस; hr: Oziris; hu: Ozirisz; hy: Օսիրիս; id: Osiris; is: Ósíris; it: Osiride; ja: オシリス; ka: ოსირისი; kn: ಓಸೈರಿಸ್; ko: 오시리스; ky: Осирис; la: Osiris; lt: Osiris; lv: Ozīriss; mk: Озирис; ml: ഒസൈറിസ്; ms: Dewa Osiris; nah: Osiris; nl: Osiris; no: Osiris; oc: Osiris; pl: Ozyrys; ps: اوسيريس; pt: Osíris; ro: Osiris; ru: Осирис; scn: Osiride; sco: Osiris; sh: Oziris; simple: Osiris; si: ඔසිරිස්; sk: Usir; sl: Oziris; sr: Озирис; sv: Osiris; ta: ஒசைரிஸ்; th: โอไซริส; tl: Osiris; tr: Osiris; uk: Осіріс; ur: اوسیرس; vi: Osiris; war: Osiris; wuu: 俄西里斯; xmf: ოსირისი; zh: 俄西里斯