στέγασμα

Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ατος, τό,
A anything which covers or shelters, covering, X.An.1.5.10 (pl.); ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Antiph. 181; σ. ὤας ἢ διφθέρας SIG1259.5 (Athens, iv B.C.); τὰ σ. τοῖς πλοίοις awnings, PCair.Zen.53.7 (iii B.C.).
2 roof, opp. σκέπασμα, Pl.Plt. 279d, cf. Criti.111c.

German (Pape)

[Seite 932] τό, alles Bedeckende, Bedeckung; von σκεπάσματα unterschieden, u. daher στεκτικὸς ῥευμάτων erklärt, Plat. Polit. 279 d; Dach, Critia. 111 c; Xen. An. 1, 5, 10, wo Krüger σκεπάσματα aufgenommen hat.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
abri.
Étymologie: στεγάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέγασμα -ατος, τό [στεγάζω] bedekking; spec. dak. Plat. Plt. 279d.

Russian (Dvoretsky)

στέγασμα: ατος τό
1 крыша, кровля Xen., Plat.;
2 кров, жилье (κεράμεα στεγάσματα Plut.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στεγάζω
σκέπη, κάλυμμα, καθετί που σκεπάζει ή προφυλάσσει κάτι
νεοελλ.
1. η στέγαση, η εγκατάσταση σε σπίτι
2. το στέγαστρο
αρχ.
φρ. «τὰ στεγάσματα τοῖς πλοίοις» — τα σκεπάσματα, οι τέντες πάπ..

Greek Monotonic

στέγασμα: -ατος, τό (στεγάζω), οτιδήποτε κατάλληλο για κάλυψη, σκέπαστρο, σε Ξεν.· σκεπή, Λατ. tectum, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

στέγασμα: τό, πᾶν τὸ καλύπτον ἢ προφυλάττον τι, σκέπη, κάλυμμα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1. 2) στέγη, Λατιν. tectum, ἀντίθετον τῷ σκέπασμα, Πλάτ. Πολιτικ. 279D, πρβ. Κριτί. 111C.

Middle Liddell

στέγασμα, ατος, τό, στεγάζω
anything which covers, a covering, Xen.:— a roof, Lat. tectum, Plat.

English (Woodhouse)

covering, that which gives shelter