ψογερός

Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ά, όν, (ψόγος)
A fond of blaming, censorious, libellous, of Archilochus, Pi.P.2.55, Plu.Comp.Cim.Luc.1 (Sup.). Adv. ψογερῶς = by way of blame, Eust.827.29.
II blamable, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1401] 1) tadelsüchtig, zum Tadel geneigt; Ἀρχίλοχος Pind. P. 2, 55; Ael. V. H. 3, 7. – 2) tadelnswert, tadelhaft, Sp.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
enclin à blâmer;
Sp. ψογερώτατος.
Étymologie: ψόγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψογερός -ά -όν [ψόγος] afkeurend, steeds kritiek leverend.

Russian (Dvoretsky)

ψογερός: склонный к порицанию, придирчивый (Ἀρχίλοχος Pind.): ὁ ψογερώτατος Plut. наиболее суровый критик.

English (Slater)

ψογερός bitter-tongued ψογερὸν Ἀρχίλοχον (P. 2.55)

Greek Monolingual

-ά, -όν, ΜΑ
(με ενεργ. σημ.) (στην αρχ. κυρίως ως προσωνυμία του Αρχιλόχου) αυτός που συνηθίζει να κατακρίνει, να κατηγορεί, φιλοκατήγορος
αρχ.
(με παθ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) ο αξιόμεμπτος.
επίρρ...
ψογερῶς ΜΑ
μσν.
με επίρριψη μομφής
αρχ.
με αξιόμεμπτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόγος + κατάλ. -ερός (πρβλ. φλογερός)].

Greek Monotonic

ψογερός: -ά, -όν, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, επικριτικός, φιλοκατήγορος, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

ψογερός: -ά, -όν, (ψόγος) ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, νὰ κατηγορῇ, νὰ κατακρίνῃ, ἐπὶ τοῦ Ἀρχιλόχου, Πινδ. Π. 2. 106, Πλουτ. Κίμ. κ. Λουκ. Συγκρ. 1. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐστ. 827. 29. ΙΙ. «ψογερόν· αἰσχρόν, μεμπτόν, ἐπίψογον» καί, ψογερά· ὡς λίαν μεμπτὰ» Ἡσύχ.

Middle Liddell

ψογερός, ή, όν
fond of blaming, censorious, Pind.

Translations