ὑποδομή
English (LSJ)
ἡ, Dor. ὑποδομά, supporting wall, = ἀνάλημμα II, IG4.823.36 (Troezen, iv B. C.), 11(2).146 A72 (Delos, iv/iii B. C.), 158 A72 (iii B. C.), al.
Greek Monolingual
η / ὑποδομή, ΝΑ, και δωρ. τ. ὑποδομά, ἁ, Α
νεοελλ.
1. τμήμα δομικού έργου κάτω από την επιφάνεια του εδάφους·2. δομική κατασκευή που χρησιμεύει ως βάση άλλης τεχνικής κατασκευής·3. κεφάλαιο του τεχνικού τομέα, που ασχολείται με την κατασκευή σιδηροδρόμων, το οποίο εξετάζει τα σχετικά με τη χάραξη ή την επιχωμάτωση τών σιδηροδρομικών οδών
4. (κοινων.) (στη μαρξιστ. φιλοσ.) η οικονομική δομή μιας κοινωνίας, που συγκροτείται από το σύνολο τών παραγωγικών σχέσεων, η βάση πάνω στην οποία υψώνεται και από την οποία εξαρτάται η υπερδομή, το εποικοδόμημα τών πολιτικών, νομικών κ.ά. θεσμών, και τών πολιτικών, νομικών, αισθητικών κ.ά. ιδεών
5. το σύνολο τών οικονομικών ή τεχνικών προπαρασκευών που απαιτούνται για την ανάπτυξη ενός πλουτοπαραγωγικού τομέα μιας χώρας («η ανάπτυξη του τουρισμού απαιτεί και την κατάλληλη υποδομή, όπως συγκοινωνιακά μέσα, σύγχρονα οικοδομικά συγκροτήματα κ.ά.»)
6. μτφ. προϋπόθεση («για τη συγκρότηση υγιούς προσωπικότητας απαιτείται η κατάλληλη υποδομή, σωστό κοινωνικό περιβάλλον και ευρεία μόρφωση»)
αρχ.
τοίχος υποστήριξης.