καταπειθής

Revision as of 11:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

καταπειθές, obedient, τινι Ph.2.118, J.AJ2.4.2, al., Plu.2.5c.

German (Pape)

[Seite 1368] ές, gehorsam, Plut. ed. lib. 7 Philo u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
docile.
Étymologie: καταπείθω.

Russian (Dvoretsky)

καταπειθής: послушный, покорный (τινι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

καταπειθής: -ές, εὐπειθής, ὑπήκοος, πειθήνιος, τινὶ Φίλων 2. 118, Πλούτ. 2. 5C· καταπειθῆ τοῦ λαβεῖν Βυζ.

Greek Monolingual

καταπειθής, -ες (Α)
ευπειθής, πειθήνιος, υπάκουος, πρόθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πειθής (< πείθομαι), πρβλ. επιπειθής, ευπειθής].