ἀνώνυμος
English (LSJ)
ἀνώνυμον, (from ὄνυμα, Aeol. for ὄνομα)
A without name, οὐ μὲν γάρ τις πάμπαν ἀ. ἐστ' ἀνθρώπων Od.8.552; ἡ Εὐρώπη . . ἦν ἀ. Hdt.4.45; θεαί i.e. the Furies, E.IT944; Ὅρκου πάϊς ἐστὶν ἀ. Orac. ap. Hdt.6.86, cf. Pl.Ti.60a, Arist. EN1107b2, prob. in Po. 1447b9, cf. Tz.Diff. Poet.11.
2 anonymous, μήνυσις Lys.13.22, cf. D.C.66.11.
3 not to be named, unspeakable, Aristid.Or.50(26).8.
4 difficult to name, in Comp., Arist.EE1221a40, Alex.Aphr.in Mete.197.23.
5 Adv. ἀνωνύμως = without mentioning a name, Men.Rh.p.391 S.
II nameless, inglorious, γῆρας Pi.O.1.82; γῆ πατρὶς οὐκ ἀ. E.Hel.16, cf. Hipp.1; ὄνομα ἀ. Ar. Lys.854; of persons, S.Tr.377, Pl.Lg.721c; ἀνώνυμοι καὶ ἄδοξοι D.8.66, cf. Herod.6.14. Adv. ἀνωνύμως Poll.5.160.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene nombre propio, sin nombre οὐ μὲν γάρ τις πάμπαν ἀνώνυμός ἐστ' ἀνθρώπων Od.8.552, Ὅρκου πάϊς ἐστὶν ἀνώνυμος Orác. en Hdt.6.86γ, (Εὐρώπη) πρότερον δὲ ἦν ἄρα ἀ. (Europa) antes carecía de nombre Hdt.4.45
•de los participantes en una fiesta, Luc.Lex.10
•de los ídolos paganos ἡ ... τῶν ἀνωνύμων εἰδώλων θρησκεία LXX Sap.14.27.
2 que no tiene nombre común, anónimo κέκριται ... τὴν μὲν (ὁδόν) ἐᾶν ἀνόητον ἀνώνυμον la decisión tomada es ... dejar el primer (camino) como impensable y carente de nombre Parm.B 8.17, λίθος Diog.Apoll.B 12, γένη Pl.Ti.60a
•carente de nombre específico de la captura de seres inanimados, Pl.Sph.220a, del género literario que mezcla prosa y verso, Arist.Po.1447b9, ἰαμβογραφία ... ποιητικόν τε πᾶν ἀ. γένος Tz.Diff.Poet.11
•de los sentidos ἀπέραντοι μὲν αἱ ἀνώνυμοι Pl.Tht.156b, del concepto ‘temerario’, Arist.EN 1107b2, del concepto contrario a φθόνος Arist.EE 1221a3, φθονερὸς ... ὁ δ' ἐναντίος ἀνωνυμώτερος Arist.EE 1221a40, cf. Alex.Aphr.in Mete.197.23, κατάρροι καὶ σφάκελοι ἀ. Aristid.Or.50.8.
3 de autor o nombre desconocido, anónimo ἀνώνυμον τὴν μήνυσιν ποιήσασθαι Lys.13.22, μάρτυς Plb.12.13.3, γράμματα D.C.66.11.1.
4 sin fama, sin gloria, oscuro, anónimo γῆρας Pi.O.1.82, γῆ ... πατρὶς οὐκ ἀ. E.Hel.16, ὄνομα Ar.Lys.854, οὐκ ἀ. πεσὼν ἔρως ὁ Φαίδρας E.Hipp.1429
•de pers. o dioses οὐκ ἀ. θεὰ κέκλημαι Κύπρις E.Hipp.1, ὀλοίμην ἀκλεὴς ἀ. E.Hipp.1028, cf. Tr.1319, Pl.Lg.721c, de Yola, S.Fr.377, de Ión, E.Io 1372, ἀ. ἔσται ὁ οἶκος Ἁγνίου en el anonimato estará la casa de Hagnias D.43.80, τὸν οἶκον ἀ. τὸν αὐτοῦ περιεῖδεν γενόμενον dejó perderse el nombre de su propia casa Isoc.19.35, cf. Is.2.36, ἄπαιδα δὲ τὸν τελευτήσαντα καὶ ἀ. βούλεται καταστῆσαι Is.2.46, op. ἔνδοξος D.8.66, de ciudad τῇ πόλει δ' ὑπῆρξεν ἀνώνυμα καὶ φαῦλα τὰ τῶν προγόνων D.10.73.
II al que no se puede nombrar, innombrable, nefando de las Erinis θεαί E.IT 944, κέρκος Herod.5.45
•funesto, maldito Τροίας ... ἀλώσι[μο] ν [ἆμ] αρ ἀ. Ibyc.1(a).15, κύων ὑλακτέω ταῖ[ς] ἀνωνύμοις ταύταις ladro como una perra a esas malditas Herod.6.14.
III subst. ὁ la planta sin nombre de una planta de Escitia, Plin.HN 27.31.
IV adv. ἀνωνύμως
1 anónimamente Sch.D.T.18.19, ἀ. τέθαπται Plot.1.4.7.
2 sin fama Poll.5.160.
3 de manera impronunciable Men.Rh.p.391.
German (Pape)
[Seite 268] (ὄνομα), ohne Namen, unbenannt, Od. 8, 552; Her. 4, 45; Gegensatz ὄνομα ἔχει Theag. 123 e u. öfter bei Plat.; τὸν οἶκον αὐτοῦ ἀνώνυμον γενόμενον περιιδεῖν, seine Familie ohne Namenserben aussterben lassen, Isocr. 19, 35; ungekannt, ruhmlos, γῆρας Pind. Ol. 1, 82; πατρίς Ar. Th. 859; Gegensatz κλεινός Plat. Legg. IV, 721 c; ἀνώνυμον τὴν πατρίδα καθιστάναι Lys. 2, 6; ἀν. καὶ ἄδοξοι, entgegengesetzt ἔνδοξοι καὶ γνώριμοι Dem. 8, 66.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n'a pas reçu de nom, innommé;
2 qu'il ne faut pas nommer;
3 anonyme;
4 sans nom, inconnu ; sans gloire, obscur.
Étymologie: ἀ, ὄνομα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνώνῠμος:
1 не имеющий названия, безымянный (ἄνθρωπος Hom.; χώρα Her.): οἶκος ἀ. γενόμενος Isocr. пресекшийся род;
2 (о римлянах) не имеющий cognomen (Plut., напр., C. Marius);
3 безымянный, анонимный (μήνυσις Lys.);
4 неизреченный, неименуемый (θεαί Eur. = Ἐρινύες);
5 безвестный, бесславный (γῆρας Pind.; πατρίς Eur., Arph., Lys.; ὄνομα Arph.; κλεινὸς καὶ μὴ ἀ. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώνῠμος: -ον, (ἐκ τοῦ ὄνυμα Αἰολ. ἀντὶ ὄνομα) ἄνευ ὀνόματος, οὐ μὲν γάρ τις πάμπαν ἀνώνυμός ἐστ’ ἀνθρώπων Ὀδ. Θ. 552· ἡ Εὐρώπη… ἦν ἀνώνυμος Ἡρόδ. 4. 45· ταῖς ἀνωνύμοις θεαῖς, δηλ. ταῖς Ἐρινύσι, Εὐρ. Ι. Τ. 944· Ὅρκου παῖς ἐστὶν ἀνώνυμος Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 6. 86· οὕτω Πλάτ., κλ. 2) ἀνώνυμος, ὡς παρ’ ἡμῖν, μήνυσις Λυσ. 131. 39. 3) ἄρρητος, ἄφατος, ἀπερίγραπτος, Ἀριστείδ. 1. 322. ΙΙ. ἄγνωστος ἀσήμαντος, ἄδοξος, γῆρας Πινδ. Ο. 1. 132.· γῆ μὲν πατρὶς οὐκ ἀν. Εὐρ. Ἑλ. 16, πρβλ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 1· ὄνομα ἀν. Ἀριστοφ. Λυσ. 854· ἐπὶ προσώπων, Σοφ. Ἀποσπ. 377, Πλάτ. Νόμ. 721C· ἀν. καὶ ἄδοξοι Δημ. 106. 6. - Ἐπίρρ. -μως Πολυδ. Ε΄, 160.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἀνώνῠμος (cf. νώνυμνος) nameless, inglorious ἀνώνυμον γῆρας · ἕψοι μάταν (O. 1.82)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνώνυμος, -ον)
1. ο χωρίς όνομα
2. αυτός που δεν φέρει υπογραφή
(«ἀνώνυμη καταγγελία», «ἀνώνυμος μήνυσις», Λυσίας)
νεοελλ.
αυτός που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο
αρχ.
1. ανείπωτος, απερίγραπτος
2. αυτός που δεν πρέπει να κατονομάζεται («ταῖς ἀνωνύμοις θεαῑς», για τις Ερινύες, Ευριπ.)
3. άγνωστος, άδοξος
(«ἀνώνυμον γῆρας», Πίνδαρος
«ἀνωνυμοι καί ἄδοξοι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν - στερ. + όνυμα, αιολ. τ. του όνομα. Το -ω- (ανώνυμος) από έκταση του φωνήεντος λόγω σύνθεσης].
Greek Monotonic
ἀνώνῠμος: -ον (ὄνυμα, Αιολ. αντί ὄνομα),
I. ανώνυμος, χωρίς όνομα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. άγνωστος, ασήμαντος, άδοξος, σε Πίνδ., Ευρ., Πλάτ.
Middle Liddell
ὄνυμα, aeolic for ὄνομα
I. without name, nameless, Od., Hdt., etc.
II. nameless, inglorious, Pind., Eur., Plat.