θέρμος
English (LSJ)
ὁ, lupine, Lupinus albus, Alex. 162.11, 266.2 (pl.), Timocl. 18.4 (pl.), Thphr. HP 8.11.2, Dsc. 2.109, PFlor. 379.47 (ii AD), AP 11.413 (Ammian.); εἰς τοὺς θέρμους = to the lupine-market, Teles p. 13 H.
German (Pape)
[Seite 1202] ὁ, die Feigbohne, Lupine; Alexis u. A. bei Ath. II, 55 c; Theophr. u. Diosc.; ἡμιβρεχεῖς Ammian. 20 (XI, 413).
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
θέρμος: ὁ бот. лупин, волчий боб (считался отрезвляющим средством) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
θέρμος: ὁ, εἶδος ὀσπρίου, «λούπινον», χρησιμεῦον ὡς ἀντίδοτον κατὰ τῆς μέθης, Ἄλεξ. ἐν Ὀλ. 1. 11, ἐν Ἀδήλ. 9, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 11, 2, Ἀνθ. Π. 11. 413, Πολυδ. Ϛ΄, 45, Διοσκ. Β΄, ρλβ΄, ρλγ΄.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
ο (ΑΜ θέρμος)
ονομασία διαφόρων ειδών του φυτού λούπινο
αρχ.
φρ. «εἰς τοὺς θέρους» — στο θερμοπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός, με αναβιβασμό του τόνου. Η ονομασία του φυτού οφείλεται πιθ. στην πικράδα (δριμύτητα) του σπόρου του λούπινου].
(II)
ο
δοχείο ειδικής κατασκευής για τη διατήρηση της θερμοκρασίας τών θερμών ή ψυχρών ποτών ή τροφών που μπαίνουν σ' αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermos, αγγλ. thermos (flask), γερμ. Thermos (Flasche), πρβλ. θερμός.
Greek Monotonic
θέρμος: ὁ, είδος οσπρίου, λούπινο, σε Ανθ. Π.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: lupine, Lupinus albus (middl. Com., Thphr.).
Derivatives: θέρμιον id. (pap.), θέρμινος from Lupine (Luk., Dsc.).
Origin: see θερμός
Etymology: Identical with θερμός warm, with usual accentshift? See Strömberg Pflanzennamen 82.
Middle Liddell
θέρμος, ὁ,
a lupine, Anth.
Frisk Etymology German
θέρμος: {thérmos}
Grammar: m.
Meaning: Lupinus albus (mittl. Kom., Thphr. u. a.).
Derivative: Davon θέρμιον ib. (Pap. u. a.), θέρμινος aus Lupine (Luk., Dsk.).
Etymology: Wohl mit θερμός warm bis auf die regelmäßige Akzentverschiebung identisch; zum Benennungsmotiv Strömberg Pflanzennamen 82.
Page 1,664
Léxico de magia
ὁ bot. altramuz oculto bajo nombre secreto αἷμα ἀπὸ κεφαλῆς· θ. sangre de la cabeza es altramuz P XII 436