ἀλίγκιος

Revision as of 09:15, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, resembling, like, ἀ. ἀστέρι καλῳ Il.6.401; ἀ. ἀθανάτοισιν Od.8.174; εἴδεα πᾶσιν ἀ., of paintings, Emp.23.5; σοὶ φυὰν ἀ. B.5.168; ὀνειράτων ἀ. μορφαῖσι A.Pr.449; ἀ. ἡρώεσσιν IG14.1356, cf. Arat.462, A.R.4.966, etc.:—but compd. ἐναλίγκιος is more freq.

Spanish (DGE)

-ία, -ιον
• Alolema(s): jón. fem. -ίη D.P.1131
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [-ος, -ον Orph.A.1220]
semejante, parecido, igual c. dat. ἀστέρι καλῷ Il.6.401, ἀθανάτοισιν Od.8.174, εἴδεα πᾶσιν ἀλίγκια Emp.B 23.5, ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφῆσι semejantes a los fantasmas de los sueños A.Pr.449, τά γε κεῖται ἀλίγκια δινωτοῖσι Arat.462, αἰθυίῃσιν A.R.4.966, ἡρώεσσιν IUrb.Rom.1226.3 (III/IV d.C.), οὐδ' ἅπαν εἶδος ἔοικεν ἀλίγκιον D.P.628, c. ac. de rel. σοι φυὰν ἀλιγκία B.5.168.
• Etimología: Suele relacionarse c. aesl. licerostro’ c. vocal protética o ἀ- < *-.

German (Pape)

[Seite 96] α, ον, ähnlich, τινί, Hom. zweimal, Il. 6, 401 Od. 8, 174; – Aesch. Pr. 447; öfter bei sp. D.; vgl. ἐναλίγκιος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
semblable à, τινι.
Étymologie: cf. ἧλιξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλίγκιος -ον en -α -ον, lijkend op, gelijk aan, met dat.

Russian (Dvoretsky)

ἀλίγκιος: похожий, подобный (τινι Hom., Aesch.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: like, resembling (Il.).
Other forms: More frequent is ἐναλίγκιος.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. One compares OCS lice face, cheek; uncertain. The ἀ- has been interpreted as the zero grade of ἐν- (Schwyzer 433); also Strömberg Greek Prefix Studies 120ff. For the possible function of ἐν- Schwyzer 436. Against Seiler, KZ 7 (1957) 11-16, s. Beekes 1969, 25ff. Note that an IE root cannot have the structure *lein(k)-.

Middle Liddell

[(Deriv. uncertain.)]
resembling, like, Hom.:—cf. the compd. ἐναλίγκιος.

English (Autenrieth)

like, resembling.

Greek Monolingual

ἀλίγκιος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ποιητική με αβέβαιη ετυμολογία. Η σύνδεση της με το αρχ. σλαβ. lice «μάγουλο, πρόσωπο» φαίνεται αυθαίρετη. Εξάλλου η ακριβής σχέση της λ. ἀλίγκιος με τη συνώνυμή της ἐναλίγκιος (που χρησιμοποιείται συχνότερα) δεν είναι απόλυτα σαφής].

Greek Monotonic

ἀλίγκιος: [ᾰ], -ον, παρόμοιος, όμοιος, σε Όμηρ.· πρβλ. το σύνθ. ἐναλίγκιος. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίγκιος: [ᾰ], -ον, ὁμοιάζων, ὅμοιος· ἀλ. ἀστέρι καλῶ, Ἰλ. Ζ. 401· ἀλ. ἀθανάτοισιν, Ὀδ. Θ. 174· ἀλ. ἡρώεσσιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 6235. 3: - ἀλλὰ τὸ σύνθετον ἐναλίγκιος εἶναι συνηθέστερον. - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα ἅπαξ παρ᾿ Ἐμπεδ. 138 καὶ Αἰσχύλ. Πρ. 449, ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν. (Ἀναμφιβόλου παραγωγῆς: ἴσως συγγενὲς τῷ ἧλιξ, ἡλίκος).

Frisk Etymology German

ἀλίγκιος: {alígkios}
Meaning: gleich, ähnlich (ep. poet.).
Etymology: Unerklärt. Der Vergleich mit aksl. lice Gesicht, Wange und anderen slavischen Wörtern (s. Bq) ist willkürlich, vgl. WP. 2, 399. Gewöhnlicher als ἀλίγκιος ist das ebenfalls poetische ἐναλίγκιος, dessen genaues Verhältnis zum "Simplex" sich nicht feststellen läßt; vgl. Strömberg Greek Prefix Studies 120ff.
Page 1,73