ἐφάπαξ
English (LSJ)
[ᾰπ], Adv.
A once for all, Eup. 175, Ep.Rom.6.10, Ep.Hebr. 7.27, etc.
II at once, Ep.Cor.15.6.
German (Pape)
[Seite 1112] für einmal, auf einmal, Sp., wie Luc.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 une fois pour toutes;
2 pour une fois NT.
Étymologie: ἐπί, ἅπαξ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφάπαξ: adv.
1 раз навсегда NT;
2 сразу, одновременно NT;
3 один раз, однажды NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφάπαξ: Ἐπίρρ., ἅπαξ μόνον, μίαν φορὰν μόνον, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» Α. Β. 96. 17, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ς΄, 10, π. Ἑβρ. ζ΄, 27, κτλ. ΙΙ. παρευθύς, Ἐπιστ. Α΄, π. Κορ. ιε΄, 6.
English (Strong)
from ἐπί and ἅπαξ; upon one occasion (only): (at) once (for all).
English (Thayer)
(Treg. in Heb. ἐφ' ἅπαξ; cf. Lipsius, gram. Unters., p. 127), adverb (from ἐπί and ἅπαξ (cf. Winer's Grammar, 422 (393); Buttmann, 321 (275))), once; at once i. e.
a. our all at once: once for all: Lucian, Dio Cassius, others.)
Greek Monolingual
(Α ἐφάπαξ)
επίρρ. για μια φορά, μια και καλή, μια για πάντα («τοῦτο γὰρ ἐποίησεν [ο Ιησούς] ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (για χρηματικά ποσά) σε μία μόνο δόση, για μια φορά, κυρίως για χρηματική παροχή σε υπάλληλο που εξέρχεται από την υπηρεσία του («θα πάρει σύνταξη και επτακόσιες χιλιάδες εφάπαξ»)
2. (ως ουσ. με άρθρο) το εφάπαξ
το καθορισμένο από τον νόμο χρηματικό ποσό που παίρνει ύστερα από πολυετή υπηρεσία ο υπάλληλος που αποχωρεί λόγω ορίου ηλικίας ή για άλλη αιτία («με το εφάπαξ θα αγοράσω ένα αυτοκίνητο»)
αρχ.
αμέσως, συγχρόνως, την ίδια στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅπαξ.
Greek Monotonic
ἐφάπαξ: επίρρ.:
I. άπαξ μόνο, μια φορά μόνο, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.
II. αμέσως, παραχρήμα, την ίδια την στιγμή που γίνεται λόγος για κάτι, παρευθύς, στο ίδ.
Middle Liddell
I. once for all, NTest., etc.
II. at once, at the same time, NTest.
Chinese
原文音譯:™f£pax 誒弗-阿爬士
詞類次數:副詞(5)
原文字根:在上-一次
字義溯源:有一次,只有一次;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἅπαξ)*=一次)組成
出現次數:總共(5);羅(1);林前(1);來(3)
譯字彙編:
1) 只一次(2) 來7:27; 來9:12;
2) 一次的(1) 來10:10;
3) 有一次(1) 林前15:6;
4) 只有一次(1) 羅6:10