ὑπερμαχέω

Revision as of 18:50, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

fight for or fight on behalf of, πόλεως S.Ant.194, E.Ph. 1252, cf. J.AJ3.14.4; σὺ ταῦτα.. τοῦδ' ὑπερμαχεῖς ἐμοί; dost thou fight thus for him against me? S.Aj.1346 (in Luc.Pisc.23, τούτου is prob. to be restored): abs., Id.JTr.17.

German (Pape)

[Seite 1198] für Einen streiten, ihn vertheidigen, τινός, Soph. Ant. 194; σὺ ταῦτα τοῦδ' ὑπερμαχεῖς ἐμοί; gegen mich, Ai. 1325; Eur. Phoen. 1258; Sp., wie Plut. Sol. 30.

French (Bailly abrégé)

ὑπερμαχῶ :
combattre pour, prendre la défense de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, μάχη.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερμᾰχέω: бороться в защиту (кого-л.) Eur., Luc., Plut.: ὑ. τινός τινι Soph. бороться за кого(что)-л. с кем-л., защищать кого-л. от кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερμᾰχέω: (μάχη) μάχομαι ὑπέρ τινος, πόλεως ὑπερμαχῶν ὄλωλε τῆσδε Σοφ. Ἀντ. 194, Εὐρ. Φοίν. 1252· σὺ ταῦτα... τοῦδ’ ὑπερμαχεῖς ἐμοί; σὺ οὕτως... εἶσαι ὑπέρμαχος αὐτοῦ κατ’ ἐμοῦ; Σοφ. Αἴ. 1346· πρβλ. ὑπερμάχομαι· (ἐν Λουκ. Ἁλιεῖ 23, πιθαν. διορθωτέον τούτου ἀντὶ τοῦτο)· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγ. 17. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τ. 1, σ. 192.

Greek Monotonic

ὑπερμᾰχέω: μέλ. -ήσω, μάχομαι για ή υπέρ, για λογαριασμό κάποιου, τινός, σε Σοφ., Ευρ.· σὺ ταῦτα τοῦδ' ὑπερμαχεῖς ἐμοί; είσαι υπέρμαχος αυτού εναντίον μου;, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to fight for or on behalf of, τινός Soph., Eur.; σὺ ταῦτα τοῦδ' ὑπερμαχεῖς ἐμοί; dost thou fight thus for him against me? Soph.