διακριδόν

Revision as of 15:37, 7 June 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Adv., (διακρίνω)
A eminently, διακριδὸν εἶναι ἄριστοι Il.12.103, cf. 15.108, Hdt.4.53; διακριδὸν ἠσκημένη κόμη = hair combed in a parting Luc.Am.3.
2 precisely, of measurement, Nic.Th.955; in detail, A.R.4.721; distinctly, Hymn.Is.14.
3 separately, A.R. 1.567, al.; ἔνθα καὶ ἔνθα διακριδόν Nonn.D.34.349, cf. Opp.C.2.130, Agath. 5.7; οὐ διακριδόν = without distinction, περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίων App.BC5.9.

Spanish (DGE)

(διακρῐδόν)
adv.
I c. adj. en alto grado, con mucho, c. sup. con diferencia διακριδόν εἶναι ἄριστοι Il.12.103, cf. 15.108, τοῦτο δὲ διακριδόν ... μέγιστον ὤπασε κακόν Semon.8.71, παρέχεται ἰχθῦς ἀρίστους διακριδόν Hdt.4.53.
II c. verb.
1 sumamente διακριδὸν δ' ἠσκημένης κόμης ἐπιμέλεια Luc.Am.3
especialmente, sobre todo ἀντ' ἀρετῆς σε διακριδόν Ἆλις ἀείδει AP 7.541 (Damag.), ἐπεβρωμᾶτο ... Λητοῖ δὲ διακριδόν rugía especialmente contra Leto Call.Del.57, cf. AP 16.336.
2 con precisión πλάστιγγι διακριδόν ἄχθος ἐρύξας Nic.Th.955
detalladamente ναυτιλίην τε διακριδόν ἐξερέεινεν A.R.4.721.
3 separadamente, por separado ἐν δ' ἄρ' ἑκάστῳ τέρματι δαίδαλα πολλὰ διακριδόν εὖ ἐπέπαστο A.R.1.729, ἔστιχον ... διακριδόν Nonn.D.34.349, cf. Agath.5.7.3, πάντα ... ὑφάνασα διακριδόν todas las cosas ... las urdí una por una, Hymn.Is.14 (Andros)
de forma dispersa κῦμα διακριδόν ἄλλοθεν ἄλλα δοῦρα φέρῃ Opp.H.4.408
en estado de distinción op. ὁμοθυμαδόν Dam.Pr.59
fig. οὐ διακριδόν = sin distinción ὅ τι προστάξειεν, ἐγίγνετο, οὐ διακριδόν ἔτι περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίων App.BC 5.9.

German (Pape)

[Seite 584] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. ἄριστος, = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 διακριδόν· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι

French (Bailly abrégé)

adv.
avec distinction ou avec supériorité ; supérieurement, admirablement.
Étymologie: διακρίνω et -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακριδόν [διακρίνω] adv., uitzonderlijk.

Russian (Dvoretsky)

διακρῐδόν: adv.
1 исключительно, особенно: διακριδὸν ἄριστος Hom. безусловно наилучший, несравненно лучший; ἰχθῦς ἄριστοι διακριδὸν καὶ πλεῖστοι Her. превосходные и большие рыбные богатства;
2 на пробор (διακριδὸν ἠσκημένη κόμη Luc.).

English (Autenrieth)

(κρίνω): decidedly; ἄριστος, Il. 12.103 and Il. 15.108.

Greek Monolingual

διακριδόν επίρρ. (Α) διακρίνω
1. έξοχα, ξεχωριστά, προπάντων
2. με σαφήνεια.

Greek Monotonic

διακρῐδόν: επίρρ. (διακρίνω), εξαιρετικά, άριστα, πάνω απ' όλα, Λατ. eximiè, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

διακρῐδόν: ἐπίρρ. (διακρίνω) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν εἶναι ἄριστος, ὡς τὸ ἔξοχα, Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους διακριδόν Ἡρόδ. 4. 53· διακριδὸν ἠσκημένη κόμη Λουκ. Ἔρωσ. 3. 2) σαφῶς, καθαρῶς, Νίκ. Θ. 955.

Middle Liddell

adv. διακρίνω
eminently, above all, Lat. eximie, Il., Hdt.

Translations

in detail

Arabic: بِالتَّفْصِيل, تَفْصِيلًا; Armenian: մանրամասն; Azerbaijani: təfsilən; Belarusian: падрабязна; Bulgarian: подробно; Chinese Mandarin: 詳細地/详细地, 詳盡地/详尽地; Esperanto: detale; Finnish: yksityiskohtaisesti; French: en détail, par le menu; German: ausführlich, in allen Einzelheiten, detailliert; Greek: λεπτομερώς, διεξοδικά, επισταμένα, επισταμένως, ενδελεχώς; Ancient Greek: ἀκριβῶς, ἀνηπλωμένως, διακριδόν, διηρθρωμένως, ἕκαστα, ἐξεργαστικῶς, ἐπ' εἴδους, ἐπὶ μέρους, καθ' ἕκαστον, καθ' ἕκαστα, κατὰ διέξοδον, κατὰ λεπτόν, κατὰ μίτον, καταλογάδην, λεπτομερῶς; Italian: nei dettagli, in dettaglio; Japanese: 詳しく, 詳細に; Korean: 자세히; Latin: nominatim; Persian: با جزئیات, دقیقاً, مفصلاً; Polish: szczegółowo; Portuguese: em detalhes, detalhadamente; Russian: подробно, обстоятельно, в деталях, детально; Spanish: con detenimiento, detalladamenteμ en detalle; Swedish: utförligt; Turkish: ayrıntılı bir şekilde, detaylı bir şekilde, detaylıca, etraflıca; Ukrainian: докладно, нароздріб, детально