ὁρμάω

Revision as of 19:22, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

English (LSJ)

fut.

   A -ήσω Pl.Lg.875b : aor. ὥρμησα Il.6.338, Pl.Ion534c; Lacon. imper. ὅρμᾱον, i.e. ὅρμαὁν, = ὅρμησον, Ar.Lys.1247: pf. ὥρμηκα Pl.Plt.265a :—Med. and Pass., Pi.N.1.5, A.Pr.339, Hdt.1.17, etc.: Ep. impf. ὡρμᾶτο Il.3.142: fut. ὁρμήσομαι Hdt.5.34, X.Cyr.7.1.9, ὁρμηθήσομαι Gal.5.85: aor. ὡρμησάμην Il.21.595, v.l. in Hes.Sc. 127 (ἐφ-), never in Prose, exc. ἐξ- X.HG6.5.20 codd.: more freq. in pass. form ὡρμήθην Il.5.12, al., Th.3.98, etc.: pf. ὥρμημαι S.El.70, E. El.340, Th.6.33, etc.: Ion. 3pl. pf. and plpf. ὁρμέαται and -έατο (with vv. ll. ὡρμ-) Hdt.5.121, 8.35 ; in Hom. codd. usu. have the augm., but Aristarch. read ὁρμήθησαν in Il.10.359: (ὁρμή):    A Act.,    I causal, set in motion, urge on, cheer on, τινὰ εἰς πόλεμον Il.6.338, Th.1.127 ; τινὰ ποτὶ κλέος Pi.O.10(11).21 ; τὸ στράτευμα ὁ. ἐπὶ τὰς Ἀθήνας Hdt.8.106, cf. S.Aj.174 (lyr.), E.Or.352 (anap.); ἡ φύσις ὁρμήσει τινὰ ἐπὶ πλεονεξίαν Pl.Lg.875b, cf. Ion534c ; [τὰ] ὁρμῶντα [σώματα] Hp.Epid.6.8.7; μέριμναν ὁρμήσασ' ἐπ' ἔργον E.Ph.1064 (lyr.); ὁ. τινὰ ἐκ χερός tear from one's arms, Id.Hec.143 (anap.):—Pass., ὁρμηθεὶς θεοῦ ἄρχετο inspired by the god he began, Od.8.499 ; πρὸς θεῶν ὡρμημένος S.El.70 ; ὑπὸ ἔρωτος Pl.Smp.181d ; ἵπποι . . ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης urged on by... Od.13.82.    2 with a thing as the object, stir up, πόλεμον 18.376: c. acc. et inf., τὰς διόδους τῶν πτερῶν . . ὥρμησε πτεροφυεῖν Pl.Phdr.255d :—Pass., ὡρμάθη πλαγά was sped, S.El.196 (lyr.).    II more freq. intr., start,    1 c. inf., ἴρηξ ὃς ὁρμήσῃ διώκειν ὄρνεον ἄλλο starts in chase of... Il.13.64; ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε πυλάων . . ἀντίον ἀΐξασθαι whenever he started to rush for the gates, 22.194 ; ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε . . στῆναι ἐναντίβιον 21.265 ; ἐξελαύνειν ὁρμῆσαι τὸν στρατόν began to lead out... Hdt.1.76, cf.7.150 ; νίκην ὁρμῶντ' ἀλαλάξαι eager to . ., S.Ant.133 (lyr.); ὥρμα ἀντιλαμβάνεσθαι τοῦ λόγου Pl.R.336b.    2 c. gen., rush headlong at one, Τρώων Il.4.335 : more freq. with Preps., ὁ. ἐπί τινα Hes.Sc.403, Hdt. 1.1, etc.; πύργωμα Καδμείων ἔπι E.Supp.1220 ; εἴς τινας X.Cyr.7.1.17 ; καθ' αὑτούς Id.An.5.7.25 ; also ὁ. ἐς μάχην hasten to battle, A.Pers. 394 ; εἰς ἀγῶνα E.Ph.259(lyr.) ; εἰς τὸ διώκειν X.An.1.8.25 ; ἐπὶ ἁρπαγάς Pl.R.391d ; ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους Th.7.34 ; ὥρμασε (Dor.) ἐπὶ τὰ βασίλεια τῶν Σκυθᾶν SIG709.19 (Chersonesus, ii B. C.) : without any sense of hostility, rush, τᾶσδ' ἀπὸ πέτρας πηδήσασα πυρὸς ἔσω E.Supp.1015 (lyr.); ἐς πατρὸς δόμους Id.Med.1178 ; set out, ἀπὸ [τῆς Οἰνόης] Th.2.19 ; ἐς φυγήν Hdt.7.179, etc.; εἰς τὸ ἐπ' ἐκεῖνα τῆς γῆς Pl.Phd.112b; ἐπ' ἄλλον λόγον Antipho 3.4.5; ἐπὶ τὸ σκοπεῖν X.Mem.3.7.9 ; ἐπὶ τραγῳδίαν ὥρμηκε has turned to tragedy, Alex.135.14 ; δηλώσεις . . τὴν φύσιν ἐπὶ τί μάλισθ' ὥρμηκε, i. e. what your natural bent is, ib.8 ; φυσικῶς ἐπὶ τὴν ὀργὴν ὁρμᾶν Phld.Ir.93 W.; πρὸς τὰς πράξεις Id.Mus.p.71 K.; ἐπὶ φιλοσοφίαν Id.Acad.Ind.p.64 M. ; πρὸς τὰς ὀχείας Arist.HA 546a15 : c. acc. cogn., ὁδόν X.An.3.1.8 ; στρατείαν Id.Cyr.8.6.20.    3 abs., start, begin, ὥσπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν Pl.Prt.314b, cf. R.425c; αἱ μάλιστα ὁρμήσασαι [νῆες] the ships that were hottest in pursuit, Th.8.34.    B Med. and Pass., like the intr. Act., A. II:    1 c. inf., μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται that they put not themselves in motion, set not themselves to flee, Il.8.511 ; so διώκειν ὁρμήθησαν 10.359, cf. Od.4.282 ; ὡρμήθη κόρυθα κρατὸς ἀφαρπάξαι he rushed to snatch... Il.13.188, cf. 182 ; ἦτορ ὡρμᾶτο πτολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι was eager to... 21.572 ; μᾶλλον ὅρμητο στρατεύεσθαι was eager to march, Hdt.7.1, cf. 19, al., Th.3.45 ; ὅδε ὁ λόγος ὅρμηται λέγεσθαι this account has begun to be given, Hdt.4.16, cf. 6.86.δ' (λέγεσθαι is restored for λέγεται in 3.56); but λόγον, τὸν ὅρμητο λέγειν which he purposed to make, Id.5.50.    2 the object for or after which one goes is sts. in gen., Il.14.488, 21.595 : a case with a Prep., ὡρμήθησαν ἐπ' ἀνδράσιν Od.10.214; ἐπί τινα S.Aj.47, etc.; εἴς τινα X.Cyr.7.1.9 ; μετά τινα after one, Il.17.605 ; so ὁ. ἐπὶ τὸ ἱρόν Hdt.8.35 ; ἐς πύλας A.Th.31 ; πρὸς δόμους E.Hipp. 1152 ; ἐπ' ἀλήθειαν Pl.Sph.228c ; ἐς φυγήν Th.4.14 ; πρὸς τίσιν S.OC1328 ; πρὸς τὸ κρατεῖν Pl.R.581a ; [ἡ ποίησις] πρὸς ἡδονὴν ὥρμηται Id.Grg.502c ; οἱ περὶ λόγον ἢ παιδείαν ὁρμώμενοι persons keen about... Vett.Val.199.5 : rarely c. acc. loci, νερτέρας πλάκας S.OC1576 (lyr.).    b the starting-point is expressed by ἐκ, ὡρμᾶτ' ἐκ θαλάμοιο Il.3.142, cf. 9.178, etc. ; or ἀπό, S.Tr.156, Pl. Phd.101d, etc.; ἀπὸ φιλοσοφίας Phld.Rh.1.357 S.; or by a form in -θεν, σέθεν . . ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον Pi.N.1.5 : in historical Prose, ὁρμᾶσθαι ἐκ . . start from, begin from, esp. of the place where one carries on any regular operations, ἐνθεῦτεν ὁρμώμενοι living there and going out from thence to do their daily work, Hdt.1.17 ; of fishers, ἐκ πλοίων ὁρμώμενοι Id.3.98 ; of a general, making that place his head-quarters or base of operations, Id.8.133, cf. 5.125, al., Th.1.64, 2.69, al.; ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος setting out, beginning with smaller means, ib.65, cf. 1.144 ; of rivers, ἐκ τῆς Ἴδης ὁ. rising . ., Pl.Lg.682b.    3 abs., rush, dart, attack, Il.5.12, Od.12.126, al., S.OC1068 (lyr.); also with ἔγχεϊ, ξιφέεσσι, etc., added, Il. 5.855, 17.530, 13.496, al.    b generally, hasten, be eager, ὁρμώμενον δὲ μηδαμῶς μ' ἀντισπάσῃς A.Pr.339, cf. 395 ; ἀλλ' ἥδε . . ὁρμᾶται comes forth, Id.Pers.151 (anap.); τὸ φέγγος ὁρμάσθω πυρός Id.Eu.1029 ; ὕβρις ἀτάρβητα ὁρμᾶται insolence goes fearless forth, S.Aj.197 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 380] 1) trans., in Bewegungsetzen, antreiben, anregen, εἰς πόλεμον, Il. 6, 338 (wie Thuc. 1, 127), ποτὶ κλέος, Pind. O. 11, 21; ἦ ῥά σε Ἄρτεμις ὥρμασε – ἐπὶ βοῦς ἀγελαίας, Soph. Ai. 175; Καδμείαν μέριμναν ὁρμήσασ' ἐπ' ἔργον, Eur. Phoen. 1071; στρατὸν ἐπί τινα, Her. 8, 106, vgl. 1, 76; ἐφ' ὃ ἡ Μοῦσα αὐτὸν ὥρμησεν, Plat. Ion 534 c, vgl. Rep. V, 466 b; c. inf., Phaedr. 255 d; auch von Sachen, πόλεμον, erregen, Od. 18, 376. Daher pass. angetrieben werden, ὁρμηθεὶς θεοῦ, von einem Gotte angereizt, Od. 8, 499, vgl. 4, 282. 13, 82 (doch s. den aor. auch unten beim med.; πρὸς θεῶν ὡρμημένος, Soph. El. 70; τοὺς ὑπὸ τούτου τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους, Plat. Conv. 181 d. – 2) häufiger intr., wobei man ἑαυτόν ergänzen kann, sich in schnelle Bewegung setzen, ἴρηξ, ὃς ὁρμήσῃ πεδίοιο διώκειν ὄρνεον ἄλλο, Il. 13, 64, der sich aufschwingt einen andern Vogel zu verfolgen (= ὦρτο πέτεσθαι ib. 62); ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε Ἅχιλλεὺς στῆναι ἐναντίβιον, so oft er sich in Bewegung setzte, sich anschickte, versuchte, Widerstand zu leisten, 21, 265, wie ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε πυλάων ἀντίον ἀΐξασθαι, 22, 194, so oft er losfuhr, gegen die Thore anzudringen, u. so öfter c. inf. von dem ersten innern Antriebe, Vorsatze, Etwas zu unternehmen; ἤδη νίκην ὁρμῶντ' ἀλαλἀξαι, Soph. Ant. 133; στρατεύεσθαι, Her. 7, 150; Folgde, wie Plat. Phaedr. 251 b Rep. IV, 452 b Conv. 190 a; Xen. An. 3, 4, 44; – sich schnell darauf losstürzen, darauf losstürmen, zum Angriff, sowohl τινός, auf Einen, ὁππότε Τρώων ὁρμήσειε, Il. 4, 335, als ἐπί τινα, Hes. Sc. 403 Her. 1, 1, u. ἐς μάχην, Aesch. Pers. 386, wie εἰς ἀγῶνα Eur. Phoen. 266; ὁρμᾶν πύργωμα ἔπι, Suppl. 1219, εἰς πατρὸς δόμους, Med. 1178; θείαὁρμή, ἣν ὁρμᾷς ἐπὶ τοὺς λόγους, Plat. Parm. 135 d; auch von leblosen Dingen, δόξης ἐπὶ τὸ ὀρθὸν ὁρμώσης, Phaedr. 238 b; ἐφ' ὅγε μέρος ὥρμηκεν ἡμῖν ὁ λόγος, Polit. 264 e; oft auch absolut, ὥςπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν, Prot. 314 b; vgl. ὅπῃ ἄν τις ὁρμήσῃ, τοιαῦτα καὶ τὰ ἑπόμενα εἶναι, wie Einer beginnt, Rep. IV, 425 b; εἰς τὸ διώκειν ὁρμήσαντες, Xen. An. 1, 8, 25; ὥρμησαν δρόμῳ ἐπ' αὐτούς, 4, 3, 31, öfter; auch ὁδόν, einen Marsch beginnen, 3, 1, 8; ὁρμᾶν τὴν στρατείαν, Cyr. 8, 6, 20; u. so oft bei Pol., τὴν ἡδίω τῶν ὁδῶν ὥρμησε 12, 27, 2, πρὸς τὰς ἐπιβολάς 1, 3, 9, u. c. inf., διαβαίνειν ὥρμησαν εἰς Σικελίαν 1, 5, 2, ἐπὶ τὸ συνεμβαίνειν 1, 20, 7, öfter; ὡρμηκότες ἐπὶ τὸ σκοπεῖν, Xen. Mem. 3, 7, 9; Sp., πρὸς τὰ κάλλιστα ὥρμησα, Luc. Somn. 18, u. Plut. oft. – So bes. im pass. oder med. durch einen Andern oder sich selbst angetrieben werden, darauflosstürzen, sowohl τινός, auf Einen, Πηλείδης δ' ὡρμήσατ' Ἀγήνορος, er stürzte sich auf den Agenor, griff ihn an, Il. 21, 595, vgl. 14, 488, als ἐπί τινι, Od. 10, 214, μετά τινος, hinter Einem hereilen, Il. 17, 605, u. mit Präpositionen, die den Ort, von wo aus man eilt, bezeichnen, ὡρμᾶτ' ἐκ θαλάμοιο, sie eilte aus dem Schlafgemach, Il. 3, 142, vgl. 9, 178; u. so in Prosa, von einem Punkte aus aufbrechen, bes. von einem Feldherrn, mit seinem Heere ausrücken, Her. 1, 36. 8, 112 u. öfter; vgl. ἐκ πλοίων ὁρμώμενοι τοὺς ἰχθύας αἱρέουσι, 3, 98; πάντα ἔφη ἐκ τῆς ψυχῆς ὡρμῆσθαι καὶ τὰ κακὰ καὶ τὰ ἀγαθὰ τῷ σώματι, Plat. Charmid. 156 e; περὶ τῆς ἀρχῆς διαλεγόμενος καὶ τῶν ἐξ ἐκείνης ὡρμημένων, und über das, was davon ausgeht, Phaed. 101 e; auch von Flüssen, entspringen, ποταμοὺς ἄνωθεν ἐκ τῆς Ἴδης ὡρμημένους, Legg. III, 682 b; vgl. noch ἡ πρώτη βλάστη καλῶς ὁρμηθεῖσα, hervorgebrochener Keim, VI, 765 e, u. τὰ ἀπ' ἐκείνης τῆς ὑποθέσεως ὁρμηθέντα, Phaed. 101 d; ἀπό, ἔκ τινος, Xen. An. 1, 2, 5. 5, 9, 23; ἐπολέμει ἐκ Χεῤῥονήσου ὁρμώμενος, indem er den Chersones zur Basis seiner Kriegsoperationen machte, 1, 1, 9, vgl. Hell. 1, 3, 4; ἐπὶ τὴν στρατείαν, Xen. Cyr. 1, 6, 1 u. öfter; Thuc. 3, 31, wo der Schol. erkl. ὁρμητήριον ἔχων; vgl. οὐκ ἀπὸ τοσῶνδε ὁρμᾶσθαι, 1, 144; Pol. öfter; – auch das Ziel bezeichnend, εἰς ἐπάλξεις, Aesch. Spt. 31; ἐς ναῦν, Soph. Phil. 869; εἰς ἐπόψιον τόπ ον, Aut. 1097; ἐφ' ὑμᾶς, feindlich, Ai. 47; δεῦρο, 1203; u. mit dem bloßen accus., O. C. 1572; πρὸς δόμους, Eur. Hipp. 1152; εἰς θάλασσαν ποσίν, I. T. 1407; εἰς δόμους, Bacch. 1164; auch εἰς φυγήν, Rhes. 193; ὁρμέατο (ὥρμηντο) ἐπὶ τὸ ἱερόν, sie machten sich auf nach dem Tempel, Her. 8, 35; ἐπ' ἀλήθειαν ὁρμωμένης ψυχῆς, Plat. Soph. 228 c; πρὸς τὴν ἡδονὴν ὥρμηται ἡ ποίησις, Gorg. 502 c. – Cum inf. = sich in Bewegung setzen, sich aufmachen, Etwas zu thun, μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται, daß sie sich nur nicht aufmachen, um zu fliehen, Il. 8, 511; διώκειν ὡρμήθησαν, 10, 359; ὡρμήθη κόρυθα κρατὸς ἀφαρπάξαι, er eilte, den Helm vom Haupte zu reißen, 13, 188; ἦτορ ὡρμᾶτο πολεμίζειν, das Herz fühlte sich getrieben zu kämpfen, 21, 272; ὁρμᾶται αἶνον θέμεν, Pind. N. 1, 5; häufiger in Prosa, λόγον ὥρμητο λέγειν, d. i. er hatte angefangen, Her. 3, 50; ὁρμέατο ἐκδιδόναι, 1, 158, vgl. 7, 22; ὁρμέατο βοηθέειν, sie eilten ihnen zu Hülfe zu kommen; αὖθις ὡρμᾶτο ἰέναι, Plat. Theag. 129 b; τῆς ἀνθρωπείας φύσεως ὁρμωμένης προθύμως τι πρᾶξαι, Thuc. 3, 45; Folgende. – Oft auch absolut, aufbrechen, eilen, bes. um anzugreifen, Il. 13, 182. 496. 526. 559; ἥ μιν ἔπειτ' ἀποπαύσει ἐς ὕστερον ὁρμηθῆναι, Od. 12, 126, oft; auch mit dem Zusatz ἔγχεϊ, ξυστοῖς, ξίφεσι, mit dem Speere, den Schwertern angreifen, Il. 5, 855. 13, 496. 17, 530; u. übh. von jeder schnellen Bewegung, ὁρμώμενον δὲ μηδαμῶς ἀντισπάσῃς, Aesch. Prom. 337, öfter, auch von leblosen Dingen, τὸ φέγγος ὁρμάσθω πυρός, Eum. 983; ἐχθρῶν δ' ὕβρις ἀτάρβητος ὁρμᾶται, Soph. Ai. 195, u. öfter, wie Eur.; ὁρᾷς ὁρμωμένους ἡμᾶς πάλαι προθύμως, Ar. Plut. 257; ὁ λόγος ὥρμηται, die Sage hat sich schnell verbreitet, Her. 3, 56; ὡς φάτις ὥρμηται, Her. 7, 189; auch ὁ λόγος ὥρμητο λέγεσθαι, 4, 16. 6, 86; Xen. u. Folgde, wie Pol. oft. – Die Form ὁρμώωνται, bei Opp. Hal. 1, 598, berechtigt nicht zur Annahme eines neuen Präsens ὁρμώω.