κατασπέρχω

Revision as of 14:27, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

urge on, λῃστὰς δορί with a spear, Ar.Ach.1188; ἐλάτῃσι νῆα Opp.H.4.91; ὁ ἄνεμος ἰσχυρῶς -έσπερχε drove [them] on, D.C.41.46; κατασπέρχον, of circumstances, urgent, pressing, Th.4.126:—Pass., to be driven on, J.BJ4.2.4.

German (Pape)

[Seite 1380] beschleunigen, antreiben; λῃστὰς ἐλαύνων καὶ κατασπέρχων δορί Ar. Ach. 1188; Thuc. 4, 126 u. Sp., wie Nic. Th. 917; ὁ ἄνεμος ἰσχυρῶς κατέσπερχε D. Cass. 41, 46.

French (Bailly abrégé)

pousser vivement, fig. secouer ; effrayer par la vie et par le bruit en parl. d'événements.
Étymologie: κατά, σπέρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σπέρχω opjagen:; κ. λῃστὰς δορί rovers opjagen met een speer Aristoph. Ach. 1188; ptc. subst.: δεινόν... κατασπέρχον een alarmerende dreiging Thuc. 4.126.6.

Russian (Dvoretsky)

κατασπέρχω:
1 толкать, гнать, теснить (λῃστὰς δορί Arph.);
2 устрашать, пугать: ἔργῳ μὲν βραχὺ ὄν, ὄψει δὲ καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον Thuc. (опасность) по существу невелика, на вид же и на слух страшна.

Greek Monolingual

κατασπέρχω (Α)
1. αναγκάζω κάποιον να προχωρεί γρήγορα
2. (για άνεμο) πνέω με ορμή
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τo κατασπέρχον
υπόθεση που δεν επιδέχεται αναβολή
4. παθ. κατασπέρχομαι
επείγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σπέρχω «θέτω σε γρήγορη κίνηση»].

Greek Monotonic

κατασπέρχω: μέλ. -ξω, κατεπείγω, σε Αριστοφ.· απόλ., κατασπέρχον, επείγον, αυτό που πιέζει, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατασπέρχω: μέλλ. -ξω, πρβλ. ἐπισπέρχω, κατεπείγω, ὠθῶ καὶ ἀναγκάζω τινὰ νὰ προχωρήσῃ μὲ ταχὺ βῆμα, ἐλαύνων καὶ κ. λῃστὰς δορί, μὲ τὸ δόρυ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1188· νῆα ἐλάτῃσι Ὀππ. Ἁλ. 4. 91, = τοῖς ἐρετμοῖς ἐλαύνειν ταχέως· -ἀπολ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι ἰσχυρός, πνέω μεθ’ ὁρμῆς, Δίων Κ. 41. 46· κατασπέρχον, ἐπὶ περιστάσεων, κατεπεῖγον, ὑπόθεσις μὴ ἐπιδεχομένη ἀναβολήν, Θουκ. 4. 126· ὄψει καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον, κινοῦν εἰς δειλίαν, ἐκπλῆττον, Σχολ.- Παθ., καταπλήττομαι, ἐπείγομαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 4.

Middle Liddell

fut. ξω
to urge on, Ar.;—absol., κατασπέρχον urgent, pressing, causing anxiety, Thuc.

Lexicon Thucydideum

urgere, to press hard, 4.126.6.