εὔστοχος

Revision as of 13:06, 20 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

εὔστοχον,
A well-aimed, τῷδ' ἂν εὐστόχῳ πτερῷ (Elmsl. for πέτρῳ) E.Hel.76; ἀκόντιον X.Eq.12.13 (Sup.); πληγή Plb.6.25.9.
II aiming well, ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ' ἔχουσιν εὔστοχον E.HF195; λόγχαις… εὐστοχώτατοι Id.Ph.140, cf. Fr.321 (Comp.); εὔστοχος τὴν τοξικήν Luc.Nav.33. Adv. εὐστόχως = with good aim, hitting the target, with skillfullness, with shrewdness, εὐστόχως βάλλειν X.Cyr.1.4.8; εὔστοχα βάλλειν, τοξεύειν, Parth.15.1, Luc.Nigr.36: Sup. εὐστοχώτατα D.C. 67.14.
2 metaph., making good shots, i.e. guessing well, hitting the right nail on the head, Arist.Div.Somn.464a33; shrewd, Id.Rh. 1412a12, Ephipp.14.1, cj. in Luc.Epigr.45; βουλευτήριον Com.Adesp. 201; εὔστοχόν τι ἔνεστι τοῖς κακοῖς Pl.Lg.950b; εὔστοχος ἐν ἀπαντήσεσιν = ready at repartee, D.L.6.74. Adv. εὐστόχως Pl.Lg.792d, Arist.PA639a5, Phld.Rh.2.108 S.
3 successful, ἄγρη Opp.H.3.280; εὐχαί AP9.158.8.

German (Pape)

[Seite 1099] glücklich im Treffen, das Ziel gut treffend, ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ' ἔχουσιν εὔστοχον Eur. Herc. Für. 195; λόγχαις ἀκοντιστῆρες εὐστοχώτατοι Phoen. 140; πέτρος Hel. 76; sp. D., λίνα, ἄρκυς, sicher fangend, Archi. 8. 9 (VI, 179. 181 ); ἄγρη, glückliche Jagd, Opp. H. 3, 280; auch εὐχαί, Ep. ad. 463 (IX, 158); εὐστοχώτατον ἀκόντιον Xen. Equ. 12, 14; τὴν πρώτην πληγὴν εὔστοχον γίγνεσθαι Pol. 6, 25, 9; τὴν τοξικήν Luc. navig. 33. – Übertr., glücklich errathend, das Wahre treffend, scharfsinnig, θεῖόν τι καὶ εὔστοχον ἔνεστι καὶ τοῖς κακοῖς Plat. Legg. XII, 950 b; εὐστοχώτατος ἐν ταῖς ἀπαντήσεσι τῶν λόγων D. L. 6, 74; ἐπελθεῖν εὔστοχος, ἀναχωρῆσαι καίριος, den rechten Zeitpunkt treffend, D. Cass. 77, 6. – Adv. εὐστόχως, z. B. βάλλειν, Xen. Cyr. 1, 4, 8; eben so εὔστοχα τοξεύειν, Luc. Nigr. 36, vgl. 35, εὐστόχως ἐνεχθείς; übertr., ἣν δὴ διάθεσιν καὶ θεοῦ – εὐστόχως πάντες προσαγορεύομεν, das Richtige treffend, richtig, Plat. Legg. VII, 792 d, wie εἰπεῖν πρός τι, d. i. treffend, Plut. Phoc. 17; προκατειληφέναι τὰς εὐκαιρίας Pol. 2, 65, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 habile à viser, à toucher le but ; qui touche le but ; adv. • εὔστοχα en touchant le but;
2 fig. habile à raisonner ou à deviner juste ; sagace.
Étymologie: εὖ, στοχάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

εὔστοχος: эп. ἐΰστοχος 2
1 метко брошенный, попадающий прямо в цель (λόγχαι Eur.; ἀκόντιον Xen.; πληγή Polyb.);
2 (тж. τὴν τοξικὴν εὔ. Luc.) бьющий без промаха, меткий (χείρ Eur.);
3 целесообразный, удачный (πρᾶξις εἰς τὰ κοινά Plut.);
4 меткий, остроумный Arst.: εὔ. ἐν ἀπαντήσεσιν Diog. L. метко возражающий.

Greek (Liddell-Scott)

εὔστοχος: -ον, εὐστόχως βάλλων, τῷ δ’ ἂν εὐστόχῳ πτερῷ (οὕτως ὁ Elmsl. ἀντὶ πέτρῳ) Εὐρ. Ἑλ. 76· εὐστ. ἀκόντιον Ξεν. Ἱππ. 12. 13, ΙΙ. καλῶς σκοπεύων, ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ’ εὔστοχον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 195· λόγχαις... εὐστοχώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 140· εὔστοχος τὴν τοξικὴν Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 33· ἐντεῦθεν, Ἐπίρ., εὐστόχως βάλλειν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· εὔστοχα τοξεύειν Λουκιαν. Νιγρ. 39. -- Ὑπερθ. -ώτατα Δίων Κ. 67. 14. 2) μεταφ., ἐπιτυχής, ὀρθῶς εἰκάζων, Ἀριστ. Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 2. 11· καθόλου, εὐφυής, ἀγχίνους, ἱκανός, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5, Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1, Ἀνθ. Π. 41. 430· τὸ εὔστοχον = εὐστοχία, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 950Β· εὔστ. ἐν ἀπαντήσεσιν, Διογ. Λ. 6. 74. - Ἐπίρρ. -χως, Πλάτ. Νόμ. 792D, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 1. 3) πλήρης ἐπιτυχίας, ἄγρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 280· εὐχαὶ Ἀνθ. Π. 6. 158.

Spanish

que da en el blanco

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔστοχος, -ον)
1. αυτός που χτυπάει τον στόχο του με επιτυχία («εὔστοχον ὅπλον»)
2. ο ευφυής, ο έξυπνος
3. αυτός που συμπεραίνεται ή υπολογίζεται σωστά
4. το ουδ. ως ουσ. το εύστοχο(ν)
η ευστοχία
νεοελλ.
αυτός που συντελεί σε επιτυχία, ο κατάλληλος, ο ακριβής, ο επιτυχημένος («εὐστοχη ενέργεια»)
αρχ.
γεμάτος επιτυχία, ευτυχής, ασφαλής.
επίρρ...
ευστόχως και εύστοχα (ΑΜ εὐστόχως, Α και εὔστοχα)
1. με επιτυχία («οὐ μὴν πάντες εὔστοχα τοξεύουσι», Λουκιαν.)
2. σωστά
3. επιδέξια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόχος.

Greek Monotonic

εὔστοχος: -ον, I. αυτός που έχει επιτυχημένο σημάδι, σε Ευρ., Ξεν.
II. 1. αυτός που σκοπεύει καλά, στον ίδ.· επίρρ. εὐστόχως βάλλειν, στον ίδ.
2. μεταφ., αυτός που εκτιμά εύστοχα, υποθέτει καλά, οξύνους, ευφυής, σε Αριστ.

Middle Liddell

εὔ-στοχος, ον
I. well-aimed, Eur., Xen.
II. aiming well, Xen.:—adv., εὐστόχως βάλλειν Xen.
2. metaph. guessing well, sagacious, Arist.

English (Woodhouse)

well-aimed, a good marksman, aiming well

Léxico de magia

-ον que da en el blanco de Selene ἐνεύχομαί σοι ... εὔστοχε, αὐτοφυής a ti te suplico, que das en el blanco, autoengendrada P IV 2274

Translations

successful

Arabic: نَاجِح‎, فَائِز‎, مُوَفَّق‎; Azerbaijani: uğurlu, müvəffəqiyyətli; Basque: arrakastatsu; Belarusian: паспяховы; Bengali: সফল, কামিয়াব; Bulgarian: успешен; Catalan: reeixit; Chinese Mandarin: 有成效的, 完滿/完满, 成功的; Cantonese: 成功嘅; Czech: úspěšný; Danish: succesfuld, succesrig; Dutch: succesvol, geslaagd, gelukt; Esperanto: sukcesa; Estonian: edukas, õnnestunud; Finnish: onnistunut, menestynyt, menestyvä; French: ayant du succès, marqué de succès, couronné de succès; Georgian: წარმატებული; German: erfolgreich; Greek: επιτυχημένος, επιτυχών; Ancient Greek: βιόπραγος, ἐπικυδής, ἐπίσκοπος, ἐπιτευκτικός, ἐπιτυχής, εὐεπίτευκτος, εὔροος, εὔστοχος, εὐτυχής, κατορθωτικός, ὀρθόπλοος, οὔριος; Hebrew: מוצלח‎; Hindi: सफल; Hungarian: sikeres, eredményes; Indonesian: berhasil; Irish: áitheasach; Italian: di successo, coronato dal successo, riuscito; Japanese: 成功した; Korean: 성공적(成功的), 성공(成功)한; Latin: prosper, prosperus; Lü: ᦷᦎᧅᦑᦲᧈ, ᦷᦎᧅᦑᦲᧈᦔᦲᧃᦡᦲ; Macedonian: успешен; Malay: berjaya; Maori: momoho, angitu; Norwegian Bokmål: vellykket; Nynorsk: vellukka; Old English: spēdiġ; Persian: موفق‎, کامگار‎; Polish: udany; Portuguese: bem-sucedido, conseguido, próspero; Romanian: reușit, izbutit, plin de succes; Russian: успешный, благополучный, удачный; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian Cyrillic: успешан, успјешан; Roman: uspešan, uspješan; Slovak: úspešný; Slovene: uspešen; Spanish: exitoso, logrado, afortunado; Swedish: lyckad, framgångsrik; Turkish: muvaffaklar, muvaffak; Ukrainian: успі́шний, вдатний; Urdu: سپھل‎; Vietnamese: thành công; Yiddish: הצלחהדיק