καταφαίνω

Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

Dor. aor. 1 -έφᾱνα,

   A declare, make known, τοῦτον λόγον Pi.N.10.11.    II Pass., fut. -φᾰνήσομαι dub. in E.Fr.781.65 (lyr.):— become visible, appear, h.Ap.431, Hdt.7.51, Th.5.6, E.l.c., Plu.Luc. 27:—also intr. in Act., Orph.A.370,762.    2 to be clear, plain, τῷ Ὀτάνῃ μᾶλλον κατεφαίνετο τὸ πρῆγμα Hdt.3.69, cf. Plu.2.40c,682a; seem, appear, ὥς γε κ. ἐμοί Pl.Phlb.16c; ὅτι μοι ἄτοπ' ἄττα κ. περὶ σωφροσύνης Id.Chrm.172c, cf. Plu.2.802f, etc.: also c. inf., ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι Hdt.1.58, cf. 6.13; κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν, i. e. Darius well knew that he was evading, Id.3.130; ταὐτόν σοι πάθος -φαίνομαι πεπονθέναι Pl.Lg.712e; πάντων μοι μετριώτατοί γε εῖναι κατεφάνησαν ib.811d: c. part., ὀρθῶς ἔτι μοι κατεφάνης λέγων ib. 631a, cf. Sph.232b; δαιμονία . . τις ἔμοιγε κ. τὸ μέγεθος Id.Grg.456a, cf. Sph.217e; τοιαύτη ἡ ἕξις τοῦ σώματος κ. X.Oec.7.2; οἱ ἀντιλέγοντες ὄχλος καὶ βασκανία κατεφαίνετο D.19.24.

Greek (Liddell-Scott)

καταφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, φαίνω καλῶς, φανερώνω κάμνω γνωστόν, τοῦτον λόγον Πινδ. Ν. 10. 20. ΙΙ. ὁ Παθ., μέλλ. φᾰνήσομαι, γίνομαι ὁρατός, ἐμφανίζομαι, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 431, Ἡρόδ. 7. 51, Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 61·― οὕτως, ἀμεταβ. καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., Ὀρφ. Ἀργ. 372. 765. 2) εἶμαι ἐντελῶς σαφὴς ἢ φανερός, τῷ Ὀτάνῃ… κατεφαίνετο τὸ πρῆγμα Ἡρόδ. 3. 69, ὥς γε κατ. ἐμοὶ Πλάτ. Φίληβ. 16C· ὅτι μοι ἄτοπ᾿ ἄττα κ. περὶ σωφροσύνης ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 172C, κτλ.·― ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ., ὡς καταφαίνεταί μοι εἶναι Ἡρόδ. 1. 58, πρβλ. 6. 13· κατεφάνῃ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν, ὃ ἐ. ὁ Δαρεῖος ἐγίνωσκε καλῶς ὅτι αὐτὸς παρεσκεύαζε τεχνάσματα, ὁ αὐτ. 3. 130· ταὐτόν σοι πάθος… κ. πεπονθέναι, φαίνεται καθαρῶς ὅτι ἔχει πάθει…, Πλατ, Νόμ. 712Ε· μετριώτατοι εἶναι κ. ὁ αὐτ. 811D· δαιμόνια… τις ἔμοιγε κ. (δηλ. εἶναι) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 456Α, πρβλ. Σοφ. 217Ε· τοιαύτη ἡ ἕξις τοῦ σώματος κ. (δηλ. εἶναι) Ξεν. Οἰκ. 7. 2, πρβλ. Δημ. 348. 23·― μετὰ μετοχ., ὀρθῶς κατεφάνης λέγων Πλάτ. Νόμ. 631Α, πρβλ. Σοφ. 232Β.