ἄγος

Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

(A), [ᾰ], εος, τό,

   A any matter of religious awe:    1 pollution, guilt, ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι Hdt.6.56; ἄ. ἐκθύσασθαι 6.91; ἄ . . . κεκτήσεται θεῶν A.Th.1022; ἄ. αἱμάτων ἀρέσθαι Id.Eu.168, cf. AP 7.268 (Plato); ἄ. φυλάσσεσθαι A.Supp.375; φεύγειν S.Ant.256; ὅθεν τὸ ἄ. συνέβη τοῖς Συβαρίταις Arist.Pol.1303a30; ἄ. ἀφοσιώσασθαι Plu.Cam.18: in concrete sense, the person or thing accursed, S.OT 1426; ἄ. ἐλαύνειν, = ἀγηλατεῖν, Th.1.126.    2 expiation, sacrifice, S.Ant.775, Fr.689, prob. so in A.Ch.155.    3 ἄγεα· τεμένεα, and ἀγέεσσι· τεμένεσι, Hsch.; ἄγη· τὰ μυστήρια, AB212. (ἅγος ( τὸ καθαρόν, σέβασμα) postulated by Gramm. (cf. ἅγιος ἐκ τοῦ ἅγος γέγονεν Et.Gud.) is not found, unless ἄγος 3 be a dialectic form.)
ἄγος (B), εος, τό, (ἄγνυμι)

   A fragment, Hsch., EM418.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγος: ἢ ἅγος [ᾰ], εος, τό, πᾶν ἀντικείμενον θρησκευτικοῦ φόβου ἢ εὐλαβείας, ὅθεν ὡς τὸ Λατ. piaculum. Ι. ὅ,τι χρῄζει καθαρισμοῦ, ἁγνισμοῦ· κατάρα, μίασμα, ἐνοχή· ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι, Ἡρόδ. 6. 56, 1· ἄγος ἐκθύσασθαι, 6. 91· ἄγος ... κεκτήσεται θεῶν, Αἰσχύλ. Θ. 1017· ἄγος αἱμάτων, ὁ αὐτ. Εὐμ. 168· ἄγος φυλάσσεσθαι, ὁ αὐτ. Ἱκ. 375· φεύγειν, Σοφ. Ἀντ. 256· ὅθεν τὸ ἄγος συνέβη τοῖς Συβαρίταις, Ἀριστ. Πολ. 5. 3. 11· ἄγος ἀφοσιώσασθαι, Πλουτ. Καμ. 18. πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 268: ὡσαύτ. ἐν συγκεκριμένῃ ἐννοίᾳ, πρόσωπονπρᾶγμα ἐπικατάρατον, βδέλυγμα, Σοφ. Ο. Τ. 1426· ἅγος ἐλαύνειν, = ἁγηλατεῖν, Θουκ. 1. 126. 2) ἐξιλέωσις ἐξάγνισις, Σοφ. Ἀντ. 775, Ἀποσπ. 613, πρβλ. Ἑρμαν. Αἰσχύλ. Χο. 149. ΙΙ. ἐπὶ καλῆς σημασίας, = σέβας, εὐλάβεια, μέγα γάρ τι θεῶν ἄγος ἰσχάνει αὐδήν, Ὁμ. Ὕμ. Δήμ. 479· ὡσαύτως εὑρίσκομεν παρ’ Ἡσυχ. «ἄγεα, τεμένη», καί, «ἀγέεσσι, τεμένεσι», καὶ ἐν Α. Β. 212. 33· «ἄγη, τὰ μυστήρια.» - Πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λέξει. (Ὁ Κούρτ. ζητεῖ νὰ διακρίνῃ τὰς δύο σημασίας ὡς ἀνηκούσας εἰς διαφόρους ῥίζας: (1) √ΑΓ, ἄγος, ἐξάγνισις, θυσία, ὅθεν ἅγιος, ἁγνός, ἅζομαι, πρβλ. Σανσκρ. Yaǵ, yaǵâmi (θυσιάζω, λατρεύω), yaǵus, yaǵñam (θυσία)· καὶ (2) √ΑΓ, ἄγος, ἐπὶ κακῆς σημασίας, κατάρα, μίασμα, ὅθεν ἀγὴς ἢ ἁγής, ἐναγής, πρβλ. Σανσκρ. âgas (πλημμελήματα).

French (Bailly abrégé)

1ou ἅγος;
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. ce qui doit être expié;
1 crime contre les dieux, sacrilège, souillure ; ἐν τῷ ἅγει ἐνέχεσθαι HDT encourir les peines dues au sacrilège ; ἄγος φυλάσσεσθαι ESCHL se garder d’une souillure ; ἄγος φεύγειν SOPH fuir une souillure;
2 homme sacrilège, impie ; ἄγος ἐλαύνειν THC chasser ceux qui se sont rendus coupables de sacrilège;
II. expiation ; τοσοῦτον φορβῆς, ὡς ἄγος, μόνον προθείς SOPH ayant déposé un peu de nourriture pour écarter tout sacrilège.
Étymologie: R. Ἀγ, être pur.