θηράω
English (LSJ)
fut. -άσω [ᾱ] S.Ph.958, E.IT1426, X.An.4.5.24, etc.: aor.
A ἐθήρᾱσα A.Pers.233, E.Ba.1215, X.Cyr.1.4.10: pf. τεθήρᾱκα ib. 2.4.16; Thess. pf. part. πεφειράκοντες IG9(2).536:—Med., fut. θηράσομαι (which, acc. to Moer., is the true Att. fut.) E.Ba.228, IT1324: aor. ἐθηρᾱσάμην S.Ph.1007, E.Hipp.919:—.,Pass., fut. -ᾱθήσομαι Gp. 12.9.2: aor. ἐθηράθην (v. infr. 111): (θήρ, θήρα):—hunt, chase, λαγώς, σφῆκας, X.An.l.c., HG4.2.12, etc.; καί μ' οὓς ἐθήρων πρόσθε θηράσουσι νῦν S.Ph.958; of fishermen, catch, Arist.Fr.76: metaph., catch or capture, καί σ' εἷλε θηρῶνθ' ἡ τύχη S.OC1026, cf.Ph.1007, X.An.5.1.9: captivate, Id.Mem.2.6.28, 3.11.7; θ. πόλιν seek to destroy it, A.Pers. 233. 2 metaph., hunt after a thing, pursue it eagerly, τυραννίδα S.OT542; θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα Id.Ant.92; μυρίαι κόραι θηρῶσι λέκτρον τοὐμόν E.IA960; ἥμαρτον ἢ θηρῶ τι; have I missed or do I hit the quarry? A.Ag.1194; τί χρῆμα θηρῶν; E.Supp.115; reach, attain to, τι Pi.I.4(3).46 (s.v.l.). 3 c. inf., seek, endeavour to do, θηρᾷ γαμεῖν με E.Hel.63; cf. 11.3. 4 = ἐκπράσσω 111, θηρήτω δὲ ἁ θοιναρμόστρια IG5(1).1498 (Messenia, ii B.C.). II Med. like Act., hunt for, fish for, ἐγχέλεις Ar.Eq.864: abs., οἱ θηρώμενοι hunters, X.Cyn.11.2. 2 more freq. metaph., seek after, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην Hdt.2.77; μαστοῖς ἔλεον θ. E.Or.568; τὴν τῆς σωφροσύνης δόξαν D. 61.21, etc.; θ. πυρὸς πηγήν find, discover it, A.Pr.109; expect to derive, τι παρά τινων Phld.Rh.1.263S. 3 c. inf., seek, endeavour, ὅς με θηρᾶται λαβεῖν E.Hel.545; πεῖράν τιν' ἐχθρῶν ἁρπάσαι θηρώμενον S. Aj.2. III Pass., to be hunted, pursued, πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι A. Pr.1072; ὑπ' ἀνδρῶν E.Ba.732; Ἀλκιβιάδης διὰ κάλλος ὑπὸ γυναικῶν θηρώμενος X.Mem.1.2.24.—Cf. θηρεύω.
German (Pape)
[Seite 1209] fut. θηράσομαι (die Atticisten verwerfen θηράσω, welches Soph. Phil. 946 Xen. Cyr. 1, 4, 16 An. 4, 5, 24 u. öfter steht), Wild (θήρ) jagen, fangen, θηρία, λαγώς, σφῆκας, Xen. Cyr. 1, 9, 10 An. 4, 5, 24 Hell. 4, 2, 12 u. A. (Plat. nicht); Aesch. setzt ἥμαρτον ἢ θηρῶ τι gegenüber, Ag. 1167, vgl. πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι Prom. 1074. Häufig von Menschen, ihnen nachstellen, sie fangen, Xen. An. 5, 1, 9, auch in gutem Sinne, ἀγαθοῖς λόγοις καὶ ἔργοις Cyr. 2, 4, 10; Ἀλκιβιάδη ς διὰ κάλλος ὑπὸ γυναικῶν θηρώμενος Mem. 1, 2, 24; φίλους ibd. 3, 11, 7; πόλιν Aesch. Pers. 229. Uebertr., nachjagen, eifrig wonach streben, τυραννίδα Soph. O. R. 542, τἀμήχανα Ant. 92, ὄλβον Xen. Cyr. 4, 2, 20; auch γαμεῖν Eur. Hel. 63. – Med. in derselben Bdtg, τὰς ἐγχέλεις, Ar. Equ. 861, οἱ θηρώμενοι, die Jäger, Xen. Cyn. 11, 2; bes. übertr., πυρὸς πηγήν Aesch. Prom. 109; Soph. Ai. 2 Phil. 995; Eur. Hipp. 919, λαβεῖν Hel. 545; Anazil. Ath. XIII, 558 c; τὴν ὑγιείην ἐμέτοισι Her. 2, 77; δόξαν Dem. 61, 21; Isocr. 10, 59; – θηρατέος, zu erjagen, Soph. Phil. 116; θηρατός, zu erfassen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θηράω: μέλλ. -άσω Σοφ. Φ. 958, Εὐρ. Ι. Τ. 1426, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 24, κτλ.· ἀόρ. ἐθήρᾱσα Εὐρ. Βάκχ. 1215, Ξεν.: πρκμ τεθήρᾱκα Ξεν. Κύρ. 2. 4, 16: Μέσ., μέλλ. θηράσομαι (ὅπερ κατὰ τὸν Μοῖρ. εἶναι ὁ γνήσιος Ἀττ. μέλλ.) Εὐρ. Βάκχ. 228, Ι. Τ. 1324: ἀόρ. ἐθηρσάμην Σοφ. Φ. 1007, Εὐρ. Ἱππ. 919: Παθ., μέλλ. -ᾱθήσομαι Γεωπ.: ἀόρ. ἐθηράθην, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. (θήρ, θήρα)· πρβλ. συν-θηράω. Κυνηγῶ ἢ καταδιώκω ἄγρια ζῷα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ συλλαμβάνειν αὐτά, λαγώς, σφῆκας Ξεν. ἐνθ’ ἀνωτ., Ἑλλ. 4. 2, 12, κτλ.· καί μ’ οὓς ἐθήρων πρόσθε θηράσουσι νῦν Σοφ. Φ. 958· ἐπὶ ἁλιέων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66: ὡσαύτως, ἐπὶ ἀνθρώπων, συλλαμβάνω, καταλαμβάνω, καί σ’ εἷλε θηρῶνθ’ ἡ τύχη Σοφ. Ο. Κ. 1026. πρβλ. Φ. 1007, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 9· ὡσαύτως, αἰχμαλωτίζω διὰ τοῦ τρόπου μου, τῶν λόγων μου, κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 28, 3. 11, 7· θ. πόλιν, ζητῶ νὰ καταστρέψω αὐτήν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 233. 2) μεταφ. ὡς τὸ Λατ. venari, κυνηγῶ, σπουδαίως ἐπιδιώκω πρᾶγμά τι, τυραννίδα Σοφ. Ο. Τ. 541· θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 94· μύριαι κόραι θηρῶσι λέκτρον τοὐμὸν Εὐρ. Ι. Α. 960· ἥματρτον ἢ θηρῶ τι; ἀπέτυχον ἢ πλησιάζω νὰ ἐπιτύχω τὸ ζητούμενον; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1194· τί χρῆμα θηρῶν; Εὐρ. Ἱκέτ. 115· ἁπλῶς, φθάνω, κατορθώνω, τι Πίνδ. Ι. 4. 77 (3. 64)· 3) μετ’ ἀπαρ., ζητῶ ἢ προσπαθῶ νὰ πράξω τι, θηρᾷ γαμεῖν με, Εὐρ. Ἑλ. 63· καὶ ἐν τῷ με, τύπῳ ὅς με θηρᾶται λαβεῖν αὐτόθι 545· δέδορκά σε … ἁρπάσαι θηρώμενον Σοφ. Αἴ. 2. ΙΙ. Μέσ. σχεδὸν ὡς τὸ ἔνεργ., προσπαθῶ νὰ συλλάβω, ἁλιεύω, ἐγχέλεις Ἀριστοφ. Ἱππ. 864· ἀπολ., οἱ θηρώμενοι, οἱ κυνηγοί, Ξεν. Κυν. 11. 2· ἀλλά, 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐπιδιώκω, ἐπιζητῶ, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην Ἡρόδ. 2. 77· μαστοῖς ἔλεον θ. Εὐρ. Ὀρ. 568· δόξαν Δημ. 1407. 17, κτλ.· θηρῶμαι πυρὸς πηγήν, ζητῶ νὰ ἀνεύρω, ἀνακαλύψω αὐτήν, Αἰσχύλ. Πρ. 109· μετ’ ἀπαρ., ἴδε ἀνωτ. 3. ΙΙΙ. Παθ., κυνηγοῦμαι, καταδιώκομαι, πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι Αἰσχύλ. Πρ. 1072· ὑπ’ ἀνδρῶν Εὐρ. Βάκχ. 732· Ἀλκιβιάδης διὰ κάλλος ὑπὸ γυναικῶν θυρώμενος Ξεν. Ἀπομν. 1. 224. - Πρβλ. θηρεύω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐθήρων, f. θηράσω, ao. ἐθήρασα, pf. inus.
I. chasser :
1 poursuivre ou prendre à la chasse ou à la pêche;
2 p. ext. capturer en parl. de pers.
3 fig. captiver par ses manières, son langage, etc.
II. fig. poursuivre, rechercher avec ardeur (la royauté, la fortune, etc.), acc.;
Moy. θηράομαι-ῶμαι;
1 chasser, pêcher;
2 poursuivre, chercher à saisir, à atteindre : πυρὸς πηγήν ESCHL la source du feu ; avec un inf. : ἁρπάσαι SOPH chercher à saisir qqn.
Étymologie: θήρα.