ὁδός

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ἡ (οὐδός once in Hom., Od.17.196):    I of Place, way, road, Il.12.168, 16.374, IG12.878, al. ; ἱππηλασίη ὁ. Il.7.340 ; λαοφόρος 15.682 ; ὁ. ἁμαξιτός Pi.N.6.54 ; ὁ. ἱερά, to Eleusis, Paus.1.36.3, cf. IG12.881 ; βασιλικὴ ὁ. PPetr.3p.65 (iii B.C.), PSI8.917.8 (i A. D.) ; ποταμοῦ ὁ. course, channel of a river, X.Cyr.7.5.16 ; ὁ. ἀκοντίου Antipho 3.4.5 : with expression of the direction, ὁδὸς ἐς . . Od. 22.128 ; ἡ ὁ. ἡ εἰς ἄστυ Pl.Smp.173b ; ἐπί . . Id.Phdr.272c ; τὴν εὐθὺς Ἄργους . . ὁ. leading straight to Argos, E.Hipp.1197 ; τῆς ἀληθείας ὁ. the way to truth, Id.Fr.289 ; cf. νόστος 1.1.    2 with Preps., πρὸ ὁδοῦ further on the way, forwards, Il.4.382 (cf. φροῦδος) ; later, = προὔργου, profitable, useful, πρὸ ὁ. εἶναι πρός τι to be helpful towards... Arist.Cael.292b9, cf. Metaph.1044a24 ; πρὸ ὁδοῦ γέγονεν Id.Pol.1338a35, cf. D.Prooem.34 ; κατ' ὁδόν by the way, Hdt.1.41,111 ; κατὰ τὴν ὁ. along the road, Pl.Smp.174d, cf. infr. 111.3 ; ἐκ τῆς ὁ. on his road, Hdt.1.157 (but ἄνθρωπος ἐξ ὁ. 'the man in the street', Eup.25 D.) ; ἐν ὁδῷ on a road, Hdt.1.114 ; ἐν τῇ ὁ. μέσῃ Id.3.76 (but ἐν ὁ. καθελών Lexap.D.23.53, expld. by ἐν λόχῳ καὶ ἐνέδρᾳ by Harp. s.v. ὁδός) ; ὁδοῦ πάρεργον by the way, cursorily, Cic.Att.5.21.13,7.1.5, Gal.11.607.    3 ὁδός is freq. omitted, ἐπορευόμην τὴν ἔξω τείχους Pl.Ly. 203a ; ἡ ἐπὶ θανάτου, v. θάνατος ; cf. τηνάλλως.    II as an Action, travelling, journeying, whether by land or water, journey, voyage, Od.2.285,8.150, etc.; τρίποδας ὁ. στείχει A.Ag.80 (anap.); τὰν νεάταν ὁ. στείχουσαν S.Ant.807(lyr.) ; ὁ. ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή Heraclit. 60 ; also, expedition, foray, ὁδὸν ἐλθέμεναι Il.1.151, cf. A.Th.714 ; τριήκοντα ἡμερέων . . ὁ. a thirty days' journey, Hdt.1.104, cf. 206 ; also ὅσον ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ὁδόν Id.3.5 (codd., ὁδοῦ edd.) ; ἄστρων ὁδοί E. El.728 (lyr.): as acc. cogn. with Verb of motion, τὴν ὁ. ἣν Ἑλένην περ ἀνήγαγεν by or in which . ., Il.6.292 ; οὐρανοῦ τέμνων ὁ. . . Ἥλιε, metaph. from a ship, E.Ph.1 (but in Prose ὁ. τέμνειν is to make a road, Th.2.100, Pl.Lg.810e) ; similarly where . is road, μέσην ἔρχευ τὴν ὁ. Thgn.220 ; ὁ. χωρεῖν Th.3.24 ; ἰόντες τὴν ἱρὴν ὁ., from Delphi, Hdt.6.34.    III metaph., way or manner, πολλαὶ δ' ὁ. . . εὐπραγίας Pi.O.8.13 ; γλώσσης ἀγαθῆς ὁδός A.Eu.989 (anap.) ; θεσπεσία ὁ. the way or course of divination, Id.Ag.1154(lyr.); μαντικῆς ὁ. S.OT311 ; οἰωνῶν ὁδοῖς Id.OC1314 ; σῶν ὁ. βουλευμάτων E.Hec.744 ; γνώμης Id.Hipp.290 ; λογίων ὁ. their way, intent, Ar.Eq.1015 ; εὐτελείας ὁ. Jul.Or.6.198d.    2 a way of doing, speaking, etc., τῆσδ' ἀφ' ὁδοῦ διζήσιος Parm.1.33, cf. 8.18 ; τριφασίας ἄλλας ὁ. λόγων ways of telling the story, Hdt.1.95, cf. 2.20,22 ; but τριφασίας ὁ. τρέπεται turns into three forms, Id.6.119 ; ἄδικον ὁ. ἰέναι Th.3.64 ; ὁ. ἥντιν' ἰών by what course of action, Ar.Pl.506, cf. Nu.75 ; ἢν ἔχομεν ὁ. λόγων Id.Pax733 ; μία δὴ λείπεται . . ὁ. Pl.Smp.184b.    3 method, system, Id.Sph.218d, Arist.APr.53a2, al.; ὁδῷ methodically, systematically, Pl.R.533b, Stoic.2.39, etc. ; so καθ' ὁδόν Pl.R.435a ; τὴν διὰ τοῦ στοιχείου ὁ. ἔχων ἔγραφεν Id.Tht.208b (cf. διέξοδον 208a).    4 of the Christian Faith and its followers, Act.Ap.9.2, 22.4, 24.14. (Root sed- 'go', in Skt. sad-, ā-sad- 'come to', 'reach', OSlav. choditi 'go'.)

German (Pape)

[Seite 294] ἡ, ep. auch οὐδός, Od. 17, 196, auch Her. 2, 7, der sonst nur ὁδός hat; der Weg; – 1) der Pfad, die Straße; ἐγγὺς ὁδοῖο, Il. 10, 274; ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, 23, 330; ἱππηλασίη, 7, 340; ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων, an der Straße wohnend, 6, 15; ὥστε μέλισσαι οἰκία ποιήσωνται ὁδῷ ἐπὶ παιπαλοέσσῃ, 12, 168; λαοφόρος, die große Heerstraße, 15, 682; auch die Bahn des Seefahrers, 6, 292; πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο, sie gingen fürder des Weges, vorwärts, 4, 382 (vgl. ὅταν πρὸ ὁδοῦ γένωνται Ael. H. A. 11, 38; auch übtr., ὃ πρὸ ὁδοῦ σοι γένοιτ' ἂν ἐς τὰ μαθήματα, förderlich, Luc. Hermot. 1); ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι, Pind. Ol. 6, 25; ἁμαξιτός, N. 6, 56; übertr., ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχειν, 1, 25; σχιστὴ δ' ὁδός, Soph. O. R. 733; σύ μ' ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ' ἄλσος, O. C. 113; ὁδοῦ ἀτραπός, Ar. Nubb. 76; u. in Prosa, ἰόντες τὴν ἱρὴν ὁδόν, Her. 6, 34, ἡ ὁδὸς ἡ εἰς ἄστυ, Plat. Conv. 173 b; auch leicht zu ergänzen, ἐπορευόμην τὴν ἔξω τείχους, Lys. 203 a; ὁδῷ βαδίζειν, Dem. 25, 10 u. sonst. Auch ποταμοῦ, das Flußbett, Xen. Cyr. 7, 5, 16. – 2) die Handlung des Gehens, Gang, Reise; οὔ τοι ἔπειθ' ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται, Od. 2, 273; σοὶ δ' ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται, die Abreise, 2, 285. 8, 150; λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο, 1, 315; ὄφρα πρήσσωμεν ὁδοῖο, 2, 404, daß wir die Reise vollenden; τελεῖν ὁδόν, 2, 256; ἦνον, 3, 496; ὁδὸν ἐλθεῖν, einen Kriegszug machen, Il. 1, 151; ἀπ' Ἄργεος ἦλθον δευτέραν ὁδόν, Pind. P. 8, 44; μή τι πημανθῇς όδῷ, Aesch. Prom. 334; κατερητύσων ὁδόν, ἣν στέλλει, Soph. Phil. 1402; ἡ δ' ὁδὸς βραδύνεται, El. 1493; auch οἰωνῶν, vom Vogelfluge, O. C. 1316; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχουσαν, d. i. den Todesweg, Ant. 801, wie βέβηκε τὴν πανυστάτην ὁδόν Trach. 872; vgl. Eur. Alc. 613; ἐκ μακρᾶς ἀναπεπαυμένος ὁδοῦ, Plat. Critia. 106 a; κατὰ τὴν ὁδόν, unterwegs, Prot. 314 c. – 3) übertr., Mitteln. Weg, Etwas auszurichten, Artu. Weise; πολλαὶ ὁδοὶ εὐπραγίας, Pind. Ol. 8, 13; νόῳ ἔχει ἀλαθείας ὁδόν, P. 3, 103; ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ, Ol. 7, 91; γλώσσης ἀγαθῆς ὁδὸν εὑρίσκει, Aesch. Eum. 944; πολλὰς ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις, Soph. O. R. 67; εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδόν, 311; σῶν ὁδὸν βουλευμάτων, Eur. Hec. 744; γνώμης, Hipp. 290; λογίων, Ar. Equ. 1010; u. in Prosa, ἔλεξαν περὶ τούτου τριφασίας ὁδούς Her. 2, 20, ἐπιστάμεθα, οἵᾳ ὁδῷ οἱ Ἀθηναῖοι χωροὖσιν ἐπὶ τοὺς πέλας Thuc. 1, 69, ἄδικον ὁδὸν ἰέναι 3, 64, ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι ὁδοὶ τοῦ πολέμου 1, 122, τὴν νῦν τετμημένην ὁδὸν τῆς νομοθεσίας Plat. Legg. VII, 810 e; bes. ὁδῷ, καθ' ὁδὸν λέγειν, nach einem bestimmten Verfahren, methodisch, Phaedr. 263 b Rep. VII, 533 b; τίνα δὴ ὁδὸν ἰών; welchen Weg einschlagend? auf welche Weise? Xen. Cyr. 1, 6, 16, vgl. 24. att. = οὐδός, Schwelle, s. unten.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ἡ) :
voie;
A. au propre;
I. route, chemin : ὁδὸς ἱππηλασίη IL route praticable aux chevaux ; ὁδὸς λαοφόρος IL grand’route ; ὁδὸς βασιλική, route royale, grand’route ; ἡ ἱερὰ ὁδός la voie sacrée d’Athènes à Éleusis ; ἱρὴ ὁδός HDT la route sacrée vers Delphes ; ποταμοῦ ὁδός XÉN voie fluviale, lit d’un fleuve ; πρὸ ὁδοῦ IL en poursuivant la route, en avant ; postér. profitable, avantageux : πρὸ ὁδοῦ εἶναι LUC être utile ; entrée, accès;
II. route, marche, voyage par terre ou par eau : ὁδοῦ κατάρχειν SOPH se mettre en route ; ὁδὸν βαδίζειν ATT faire une route ; ὁδὸν ἥκειν SOPH ou ἐξήκειν SOPH avoir fait la route, être arrivé ; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχειν SOPH, τὴν πανυστάτην ὁδῶν ἁπασῶν βαίνειν SOPH faire sa dernière route, aller à la mort ; avec idée d’hostilité marche offensive, campagne, incursion;
B. fig. voie, moyen, manière de faire qch : καθ’ ὁδόν PLAT selon une méthode déterminée, méthodiquement ; échappatoire.
Étymologie: DELG v.sl. chodu « marche », skr. (a-)sad « s’avancer, s’approcher », avest. (apa-)had « se retirer ».