λαοφόρος

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοφόρος Medium diacritics: λαοφόρος Low diacritics: λαοφόρος Capitals: ΛΑΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: laophóros Transliteration B: laophoros Transliteration C: laoforos Beta Code: laofo/ros

English (LSJ)

and λεωφόρος, ον, bearing people, λαοφόρον καθ' ὁδόν on a highway, thoroughfare, Il.15.682; λαοφόρου ἐπέβησαν… κελεύθου Theoc.25.155; ὑπὲρ τῶν μάλιστα λεωφόρων (v.l. λαοφ-) πυλέων over the gates of greatest thoroughfare, Hdt.1.187.
2 Subst., λ. (sc. ὁδός), ἡ, highway, τὰς λεωφόρους μὴ βαδίζειν Pythag. ap. Porph.VP42, Ael.VH4.17, cf. Iamb.Protr. 21.δ, D.L.8.17; λεωφόρους πρὸς ἐκτροπάς E.Rh.881 (λαοφ- codd.; λεωφόρου from the highway, cj. Vater); τῶν ἐκ τῆς χώρας λ. εἰς τὴν πόλιν… τεταμένων Pl.Lg.763c, cf. Ph.1.16, Paus.9.2.2, Jul.Or.6.184d, 7.225c, and v. λεώβατος.
II λεωφόρος, ἡ, = πόρνη, Anacr.157. [λεω- as monosyll. in E.l.c.]

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
litt. qui porte le peuple ; λαοφόρος ὁδός IL route fréquentée.
Étymologie: λαός, φέρω ; cf. λεωφόρος.

German (Pape)

[ᾱ], ὁδός, ἡ, Landstraße, Il. 13.682; κέλευθος, Theocr. 25.155. S. λεωφόρος.

Russian (Dvoretsky)

λᾱοφόρος: и λεωφόρος 2 служащий для движения, оживленный: λ. ὁδός Hom. или λ. κέλευθος Theocr. большая дорога.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοφόρος: καὶ λεωφόρος, ον, ὁ φέρων τὸν λαόν, λαοφόρον καθ’ ὁδόν, ἐπὶ μεγάλως συχναζομένης ὁδοῦ, Ἰλ. Ο. 682· λαοφόρου ἐπέβησαν... κελεύθου Θεόκρ. 25. 155· ὑπὲρ τῶν μάλιστα λεωφόρων πυλέων (διάφ. γραφ. λαοφ-), ὑπεράνω τῶν μάλιστα συχναζομένων πυλῶν, Ἡρόδ. 1. 187· τὰς λεωφόρους (ἐξυπ. ὁδοὺς) μὴ βαδίζειν Πυθαγόρειος κανὼν ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 192· λεωφόρους πρὸς ἐκτροπὰς Εὐρ. Ρῆσ. 881, ἔνθα ὁ Vater προὔτεινε λεωφόρου, ἐκ τῆς λεωφόρου, μεγάλης ὁδοῦ, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 763C (τῶν ἐκ τῆς χώρας λ. εἰς τὴν πόλιν... τεταμένων), καὶ Παυσ. 9. 2, 2 (ἐπανελθοῦσι δὲ εἰς τὴν λ.), Φίλων 1, 16, καὶ ἴδε λεώβατος. ΙΙ. λεωφόρος, ἡ, = πόρνη, Ἀνακρ. 157. [λεω- ὡς μονοσύλλαβ. παρ’ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.].

Greek Monolingual

λαοφόρος, -ον (Α)
βλ. λεωφόρος.

Greek Monotonic

λᾱοφόρος: και λεωφόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει, που κουβαλάει τον λαό· λαοφόρος ὁδός, δρόμος με συχνή κυκλοφορία, δημόσιος, κεντρικός δρόμος, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὲρ τῶν μάλιστα λεωφόρων πυλέων, πάνω από τις πύλες με τη μεγαλύτερη κίνηση, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

λᾱο-φόρος, λεωφόρος, ον φέρω
bearing people, λαοφόρος ὁδός a highway, thoroughfare, Il.; ὑπὲρ τῶν μάλιστα λεωφόρων πυλέων over the gates of greatest thoroughfare, Hdt.