ἱμάς

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ὁ, gen. ἱμάντος (not ἱμᾶς, ἱμᾶντος Hdn.Gr.2.939): Ep. dat. pl. ἱμάντεσσι:—

   A leathern strap or thong, Il.10.262, etc.; ἱμάντα βοός 3.375; βοέους ἱμάντας 22.397: mostly in pl., in various senses:    a traces, 10.475,499,al.    b reins, 23.324, etc.; τμητοῖς ἱμᾶσι S.El. 747, cf. E.Hipp.1222.    c straps on which the body of the chariot was hung, Il.5.727.    d lash of a whip, formed by several thongs, 23.363.    e boxing-glove, consisting of several straps put round the hand, ib.684, Pi.N.6.35, Pl.Prt.342c; ἱ. πυκτικοί Eup.22 D.    2 in sg., the magic girdle of Aphrodite, Il.14.214, 219.    b chin-strap of the helmet, 3.371.    c thong, by which the bolt was shot home into the socket, Od.1.442, cf. 4.802, 21.46.    d after Hom., thong or latchet of a sandal, X.An.4.5.14, Ephipp.14.9, Men.109.2, Ev.Marc.1.7.    e rail-rope, Aristag.5.    f well-rope, Poll.10.31, Moer.    g dog-leash, X.Cyn.7.6: prov., ἦσθ' ἱμὰς κύνειος you were tough as a dog-leash, Ar.V.231; also σὺν τῷ κυνὶ καὶ τὸν ἱμάντα Phot.    h whip, scourge, ἔξω τις δότω ἱμάντα Antiph.74.8, cf. Men.Sam.106; ἡ διὰ τῶν ἱ. αἰκεία POxy.1186.2 (iv A.D.), cf. Act.Ap.22.25; ἱμάντες παιδαγωγῶν Lib.Ep.911.2.    i cord, Gal.10.1001, cf. 1.616.    II diseased condition of the uvula, Id.17(1).379.    III ἱμάντες, in Archit., planks laid on rafters, IG12.372.82, 373.236, al., 22.1668.55, 1672.305; on στρωτῆρες (q.v.), ib.463.66. (Cf.Skt. sināti 'bind', Lat. saeta.) [, usually; but also ῑ in Ep., Il.8.544, etc.: in derivs. and compds. always ῐ.]

German (Pape)

[Seite 1252] άντος od. ᾶντος, vgl. Lob. in Wolfs Anal. 3, p. 59, ὁ, der Riemen von Leder, βοός, βόειος, Il. 3, 375. 22, 397; vgl. Il. 10, 262. 21, 30; bes. die Riemen, mit denen die Pferde an den Wagen gespannt od. sonst angebunden wurden, ἵππους μὲν κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ 10, 567; ἵππους λῦσαν ὑπὸ ζυγοῦ, δῆσαν δ' ἱμάντεσσι παρ' ἅρμασι 8, 543, vgl. 10, 475. 499; der Z üg el, 23, 324; der Riemen, in dem der Wagenkasten hängt, 5, 727; der Peitschenriemen, ἐφ' ἵπποισιν μάστιγας ἄειραν πέπληγόν θ' ἱμᾶσιν 23, 362; die Riemen, mit denen der Faustkämpfer seine Hände umwickelte, 23, 684; Ap. Rh. 2, 52; Plat. ἱμάντας περιελίττονται Prot. 342 b, vgl. Legg. VIII, 830 b u. Paus. 8, 40; der Riemen, mit dem der Helm unter dem Halse befestigt war, Il. 3, 371. 375; der zauberreiche Gürtel der Aphrodite, 14, 214. 219. In der Od. öfter der Riemen, mit dem man den Thürriegel von innen vorzog, 1, 442. 4, 802. 21, 46. – Ἱμάντι δεθείς Pind. N. 6, 56; von Zügeln, σὺν δ' ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι, Soph. El. 737; Eur. Hipp. 1245; πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας Andr. 719; κύνειος Ar. Vesp. 231; in Prosa, Xen. Cyr. 6, 2, 32 u. Sp. – Ἱμάντες sind in der Takelage des Schiffes die Riemen, welche die Raaen horizontal halten, vgl. Att. Seew. p. 148 ff. – Das Brunnenseil, Poll. 10, 31; hellenistisch für das att. ἱμονιά, nach Moeris. – Der Schuhriemen. – [ι findet sich Il. 8, 544. 10, 475. 23, 363 Od. 21, 46, wie Ap. Rh. 2, 67 u. a. sp. D.]

Greek (Liddell-Scott)

ἱμάς: ὁ, γεν. ἱμάντος, (οὐχὶ ἱμᾶντος, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 34. 14)· Ἐπικ. δοτ. πληθ. ἱμάντεσσι (ἴδε ἐν τέλ.): ― δερμάτινον λωρίον, κοιν. «λουρί», Ἰλ. Κ. 262, κτλ.· ἱμάντα βοὸς Ἰλ. Γ. 375· βοέους ἱμάντας Χ. 397. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οἱ ἱμάντες ἢ τὰ λωρία δι’ ὧν οἱ ἵπποι ἦσαν προσδεδεμένοι εἰς τὸ ἅρμα, Λατ. lora, Θ. 543, Κ. 499, 567. β) αἱ ἡνίαι, ὅπως... τανύσῃ βοέοισιν ἱμᾶσιν Ψ. 324, κτλ.· τμητοῖς ἱμᾶσι Σοφ. Ἠλ. 747, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1222. γ) τὰ λωρία δι’ ὧν εἶναι δεδεμένος ὁ δίφρος, Ἰλ. Ε. 727. δ) μάστιξ, ἥτις συνίστατο ἐκ πολλῶν λωρίων, Ψ. 363. ε) τὰ λωρία, δι’ ὧν οἱ πυκτεύοντες περιετύλισσον τὰς χεῖράς των· Λατ. caestus, Ψ. 684 (ἐν μεταγεν. χρόνοις εἶχον ἐμπεπηγμένα καρφία, κτλ., καὶ τότε ἐκαλοῦντο μύρμηκες), πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 60, Πλάτ. Πρωτ. 342C. 3) ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ ζωστὴρ ἢ στηθόδεσμος τῆς Ἀφροδίτης, Λατ. cestus, ἧ, καὶ ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα Ἰλ. Ξ. 214. 219· β) τὸ λωρίον, ὅπερ περιδενόμενον ὑπὸ τὴν σιαγόνα ἐκράτει τὴν περικεφαλαίαν ἐν τῇ θέσει αὐτῆς, ἄγχε δέ μιν πολύκεστος ἱμὰς ἁπαλὴν ὑπὸ δειρὴν Γ. 371, 375. γ) ἐν τῇ Ὀδ. λωρίον δι’ οὗ ὁ μοχλὸς ἐσύρετο εἰς τὴν θέσιν του, καὶ ὅπερ ἔπειτα προσεδένετο εἰς τὴν κορώνην, Ὀδ. Α. 442, (ἴδε Σχολιαστ. καὶ Εὐστ. ἐν τόπῳ), προβλ Δ. 802, Φ. 46. δ) μεθ’ Ὅμ., τὸ λωρίον ὑποδήματος, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14, Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 9, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2. ε) σχοινίον ἱστίου, Ἀρισταγόρας ἐν «Μαμμακύθῳ» 7. ζ) τὸ σχοινίον δι’ οὗ ἀντλοῦσιν ὕδωρ ἐκ τοῦ φρέατος, ἀλλαχοῦ ἱμονιά, Πολυδ. Γ, 31, Μοῖρ. η) λωρίον κυνός, Ξεν. Κυν. 7. 6· ἐντεῦθεν παροιμ., ἱμὰς κύνειός ἐστι, σκληρός, ἰσχυρὸς ὡς λωρίον σκύλου, Ἀριστοφ. Σφ. 231. θ) μάστιξ, ἔξω τις δότω ἱμάντα ταχέως Ἀντιφάν. ἐν «Γανυμήδει» 2. 8. ΙΙ. = ἱμάντωσις ΙΙΙ, Ἀέτ. 2. 4, 43. ΙΙΙ. ἱμάντες, ἐν τῇ οἰκοδομῇ, πιθανῶς = στρωτῆρες, σειρὰ λίθων χρησιμευόντων εἰς σύνδεσιν (ἴδε ἱμάντωσις ΙΙ). Συλλ. Ἐπιγρ. 260, ὅρα Böckh σ. 281. (Ἡ ῥίζα εὕρηται ἐν τῇ Σανσκρ. si, sinomi, sinâmi, (vincio)· ἐντεῦθεν ὡσαύτως, ἱμάσσω, ἱμάσθλη, ἱμονιά, μάσθλη, μάστιξ· Ἀρχ. Σαξ. simo (δεσμός)· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. seil, seid). …, συνήθ.· ἀλλ’ ὡσαύτως ῑ ἐν θέσει τε καὶ ἐν ἄρσει, ἐν Ἰλ. Θ. 544, Κ. 475, Ψ. 363, Ὀδ. Φ. 46, Ἀπολλ. Ρόδ.· ― ἐν τοῖς παραγώγοις καὶ συνθέτοις ἀείποτε ῐ).

French (Bailly abrégé)

άντος (ὁ) :
courroie ; rêne, lanière, ceinture, lacet, laisse.
Étymologie: R. Σι, lier ; cf. skr. sinâmi « je lie ».