κύνειος
κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, of, belonging to a dog, ἱμάς Ar.V.231; κ. θάνατος a dog's death, ib.898; τὰ κ. dog's flesh, Id.Eq.1399, S.E.P.3.225; κυνεία, ἡ, = κ. κόπρος, Archig. ap. Gal.12.954, Aët.15.15.
German (Pape)
[Seite 1531] p. = Folgdm, Ar. Vesp. 231; auch in später Prosa, wie S. Emp. pyrrh. 3, 225.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de chien.
Étymologie: κύων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύνειος -α -ον [κύων] van een hond, honden-:; ἱμὰς κύνειος hondenriem Aristoph. Ve. 231, θάνατος κύνειος hondendood Aristoph. Ve. 898; subst. τὰ κύνεια hondenvlees. Aristoph. Eq. 1399.
Russian (Dvoretsky)
κύνειος: (ῠ) собачий (ἱμάς, θάνατος Arph.; γάλα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κύνειος: ῠ, α, ον, ὡσαύτως, ος, ον, ἴδιος κυνός, «σκυλλίσιος», «σκυλλίτικος», ἱμὰς Ἀριστοφ. Σφ. 321· κ. θάνατος, ἐλεεινὸς θάνατος, αὐτόθι 898· τὰ κ., σάρκες κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1399.
Greek Monolingual
κύνειος, -εία, -ον (AM, Α θηλ. και κύνειος και κυνάς, -άδος) κύων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον σκύλο, κυνικός, σκυλήσιος
αρχ.
1. μτφ. αθλιότατος, ελεεινός («θάνατος μὲν oὖv κύνειος», Αριστοφ.)
2. το θηλ. ως ουσ. α) ἡ κυνεία
η κοπριά σκύλου
β) ἡ κυνάς
i) είδος καρφιών
ii) (ενν. θρίξ)
κακής ποιότητας μαλλιά, σκυλότριχα
iii) απομαγδαλιά
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κύνεια
σάρκες σκύλου
4. φρ. α) «κυνάδες ἡμέραι» — οι ζεστές μέρες, οι μέρες τών κυνικών καυμάτων, που, κατά τις αρχαίες δοξασίες, οφείλονται στην επίδραση του αστερισμού του Κυνός
β) «κυνὰς ἄκανθα» — η κυνάρα, κν. αγκινάρα.
Greek Monotonic
κύνειος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει, χαρακτηρίζει το σκύλο, σε Αριστοφ.· κ. θάνατος, θάνατος σκύλου, στον ίδ.· τὰ κύνεια (ενν. κρέα), σάρκα σκύλου, στον ίδ.
Middle Liddell
κῠ́νειος, η, ον
of, belonging to a dog, Ar.; κ. θάνατος a dog's death, Ar.; τὰ κύνεια (sub. κρέἀ dog's flesh, Ar.