παλάσσω

Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

pf. Pass. πεπάλαγμαι, Ep. Verb,

   A besprinkle, defile, αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν . . οὖδας Od.13.395:—mostly in Pass., παλάσσετο δ' αἵματι θώρηξ Il.5.100; αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον Od.22.402, cf. Call.Lav.Pall.7; πεπάλακτο πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν Od.22.406; αἰδοῖα γονῇ πεπαλαγμένος Hes.Op.733; νιφετῷ π. ὕδωρ Q.S.12.410:—in Med., παλάσσετο χεῖρας he bespattered his hands, Il.11.169.    2 Pass., to be scattered abroad, ἐγκέφαλος πεπάλακτο ib.98, 12.186.    II Ἀσωπὸς . . πεπάλακτο κεραυνῷ was smitten, for ἐπέπληκτο, Call.Del.78.    III in pf. Med., shake, i. e. draw lots from an urn, κλήρῳ νῦν πεπάλαχθε διαμπερές determine your fate by lot, Il.7.171; τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάχθάχθαι ἄνωγον Od.9.331; πεπάλαχθε κατὰ κληῗδας ἐρετμά A.R.1.358.—Aristarch. read πεπάλασθε, πεπαλάσθαι in Hom. (cf. πάλλω).

German (Pape)

[Seite 447] 1) besprengen, bespritzen, u. dah. besudeln, verunreinigen (vgl. παλύνω); καί τιν' ὀΐω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν οὖδας, Od. 13, 395; häufiger im pass., παλάσσετο δ' αἵματι θώρηξ Il. 3, 100, λύθρῳ δ' ἐπαλάσσετο χεῖρας ἀάπ τους 11, 169, αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένος Od. 22, 402; μηδ' αἰδοῖα γονῇ πεπαλαγμένος, Hes. O. 735; auch ἐγκέφαλος πεπάλακτο, das Gehirn war umhergespritzt, Il. 11, 98. 12, 186; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1046; Callim. Lav. Pall. 7 u. A. in allgemeinerer Bdtg, benetzen, bestreichen; sogar πεπάλακτο κεραυνῷ, = ἐπέπληκτο, Callim. Del. 78. – 2) mit πάλλω zusammenhangend, loofen, nur im perf. pass. mit akt. Bdta, κλήρῳ πεπάλαχθε Il. 7, 171, αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάχθαι ἄνωγον Od. 9, 331 (Bekk. πεπάλασθε, πεπαλάσθαι, nach Scholl. u. E. M. 661, 4); danach sagt Ap. Rh. 1, 358 πεπάλαχθε κατὰ κληῖδας ἐρετμά. – (Die Grundbdtg ist also wohl schwingen, πάλλω, welche Bewegung auch beim Sprengen, Spritzen angewendet wird.)

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλάσσω: μέλλ. -ξω: παθ. πρκμ. πεπάλαγμαι. Ἐπικ. ῥῆμα, ῥαντίζω, φύρω, μολύνω, μιαίνω, αἵματι τ’ ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν.. οὖδας Ὀδ. Ν. 395· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., παλάσσετο δ’ αἵματι θώρηξ Ἰλ. Ε. 100· αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον Ὀδ. Χ. 402· πεπάλακτο πόδας χεῖρας καὶ ὕπερθεν αὐτόθι 406· καὶ ἐν τῷ μέσῳ, παλάσσετο χεῖρας, ἐμόλυνε τὰς χεῖράς του, Ἰλ. Λ. 169· παρ’ Ὁμ. ἡ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. πεπαλαγμένος εἶναι συνηθεστάτη, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 731· νιφετῷ πεπ. ὕδωρ Κόϊντ. Σμ. 12. 410. 2) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ πράγματος, διασκορπίζομαι, ἐγκέφαλος πεπάλακτο Ἰλ. Λ. 98, Μ. 186· ἀλλά, Ἀσωπὸς .. πεπάλακτο κεραυνῷ, ἀντὶ ἐπέπληκτο, Καλλ. εἰς Δῆλ. 78. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. πρκμ. ἐπὶ ἀνθρώπων ἐξαγόντων κλήρους, οὓς ἔπαλλον ἐντὸς περικεφαλαίας, κλήρῳ νῦν πεπάλαχθε διαμπερές, ὁρίσατε τὴν τύχην σας διὰ κλήρου, Ἰλ. Η. 171· τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάσθαι ἄνωγον Ὀδ. Ι. 331· πεπάλαχθε κατὰ κληῖδας ἐρετμὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 358. (Ἀμφότεραι αἱ σημασίαι προκύπτουσιν ἐκ τῆς κοινῆς ῥίζης τοῦ ῥήμ. πάλλω, σεὶω· -διότι α΄) πρᾶγμά τι ῥαντίζεται ἢ σκορπίζεται σειόμενον ἢ τῇδε κἀκεῖσε αἰωρούμενον, πρβλ. πάλη (pollen), παλύνω· καὶ β΄) οἱ Ὁμηρικοὶ κλῆροι ἀείποτε ἐπάλλοντο ἐντὸς περικεφαλαίας, πρβλ. πάλλω 1. 3, πάλος, παλαχή).

French (Bailly abrégé)

f. παλάξω;
agiter, mêler, d’où
I. éclabousser, souiller d’éclaboussures ; Pass.
1 être éclaboussé, souillé d’éclaboussures;
2 être projeté avec éclaboussures, jaillir;
II. remuer pêle-mêle ; tirer au sort ; Pass. être tiré au sort.
Étymologie: R. Παλ, > Παλκ, Παλακ secouer, agiter.